Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Voltairine De Cleyre - Πέντε Ποιήματα

 

1
Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις

Πόσες σταγόνες πρέπει στους ουρανούς ακόμα να συγκεντρωθούν
Πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, μάλλον ποτέ δεν θα το μάθουμε
Πόσο πρέπει οι καυτές φλόγες κάτω στις κολάσεις να λάμψουνε
Πριν οι ζεματιστές πύρινες λάβες του ηφαιστείου πεταχτούν,
Κανένας δεν μπορεί να πει· αλλά σίγουρα θα έρθει η ώρα!
Όποιος όνειρο ‘χει εκδίκηση να ξέρει, έχει ανηφόρα!
Δεν μπορεί να λέει πόσα χτυπήματα πρέπει να παν χαμένα,
Πόσες ζωές ανθρώπων ακόμα επάνω στον τροχό να σπάσουν,
Πόσα ακόμα άκαμπτα πτώματα μες στα σάβανα χωμένα,
Πόσοι μάρτυρες τ’ άλικο αιμάτινο σφράγισμα θα χαράξουν·
Σίγουρα όμως αυτός είναι ο καιρός συγκομιδής του μίσους!
Και όταν το ισχνό παράπονο του αγανακτισμένου κόσμου
Ακουστεί ξανά απ’τον θρόνο, θα στραφεί προς την πλευρά του θρόνου.
Αυτός που είναι προσεκτικός, ακούει της μοίρας τους ψιθύρους!

Φιλαδέλφεια 1890
.

UT SEMENTEM FECERIS, ITA METES

How many drops must gather to the skies
Before the cloud-burst comes. we may Dot bow
How hot the fires in under hells must glow
Ere the volcano’s scalding lavas rise,
Can none say; but all wot the hour is sure!
Who dreams of vengeance has but to endure!
He may not say how many blows must fall,
How many lives be broken on the wheel,
How many corpses stiffen ‘neath the pall,
How many martyrs fix the blood-red seal
But certain is the harvest time of Hate!
And when weak moans. by an indignant world
Re-echoed, to a throne are backward hurled.
Who listens, hears the mutterings of Fate!
.

2
Εις μνήμην

Ω Μάνα γύρε το παιδί σου επάνω στο στήθος,
Το παιδί που έντυσες με ατσάλι πραγματικότητας
Και έστειλες μπροστά, δυνατό στην καρδιά της νεότητας
Να ξυπνήσει με τραγούδι το πλανημένο πλήθος
Από τυράννων και κολάκων υποσχέσεις και μειδιάματα
Που έψαξαν τα μάτια του, δεν βρήκαν απειλές ή τεχνάσματα
Μπορεί να ταράξει τα ατάραχτα αστέρια στον ουρανό τους
Όχι όμως μια λέξη φορτισμένη απ’τα χείλη να κερδίσει
Όχι για τον πλούτο τους, ούτε για τον έπαινό τους,
Αλλά τον ήλιο της Τιμής να κρύψει εν εκλείψει
Ω Μάνα Ελευθερία τα μάτια τα κατηφή,
Και τα γενναία χείλη εικόνες λευκές, ψυχρές και βουβές,
Τη δικαιοσύνη ο χρόνος θα οδηγήσει μέσα στις ψυχές,
Απ’την αναπνοή σου πνέει Αθάνατη Σπίθα λαμπρή.

Φιλαδέλφεια 1894
.

IN MEMORIAM

Back to thy breast, O Mother, turns thy child,
He whom thou garmentedst in steel of truth,
And sent forth, strong in the glad heart of youth,
To sing the wakening song in ears beguiled
By tyrants’ promises and flatterers’ smiles;
These searched his eyes, and knew nor threats nor wiles
Might shake the steady stars within their blue,
Nor win one truckling word from off those lips,-
No-not for gold nor praise, nor aught men do
To dash the Sun of Honor with eclipse,
O Mother Liberty, those eyes are dark,
And the brave lips are white and cold and dumb;
But fair in other souls, through time to come,
Fanned by thy breath glows the Immortal Spark.
.

3
Φως πάνω απ’ το Γουολντχάιμ

Φως πάνω απ’τo Γουολντχάιμ! Και η γη είναι σκοτεινή
Πικρός άνεμος βαρύς πάλι οδηγείται απ’τον Βορρά
Κάνει κρύο και ακούγονται παράξενοι ψιθυρισμοί
«Τι κάνουν εδώ μέσα στο Θάνατο; Βγείτε! Βγείτε μπροστά!»
Αυτό έχεις να πεις με τα επαχθή σου μάτια, Ω Μάνα
Στεφάνωμα της απώλειάς σου με φροντίδα απαλή
για τον ψευδομάρτυρα δεν θα ακουστεί κανένα κλάμα
Ντροπή του ονόματός μας γι’αυτό μας αγάπησες πολύ;
Μέχρι να μεγαλώσει η μέρα καμιά στιγμή στο κενό
Τίποτα δεν σαλεύει μες σ’ αυτή τη ζοφερή αυγή μου
Μόνο άνθρωποι για λύπηση που δεν κραυγάζουν στο Θεό
Πού είσαι χρήσιμος, Ω εσύ που στέκεις απέναντί μου;
«Βγείτε έξω βγείτε! Δώστε ένα τέλος στ’ αναφιλητά
Μέχρι ν’ απόδυναμωθείτε σαν το χιόνι απ’το λυγμό
και λιώσετε διαλυμένοι σε μια ειρήνη που ζει δειλά»
Φως πάνω απ’το Γουολντχάιμ! Αδελφέ μου, πάμε λοιπόν.

Λονδίνο 1897
.

LIGHT UPON WALDHEIM

Light upon Waldheim!  And the earth is gray;
A bitter wind is driving from the north;
The stone is cold, and strange cold whispers say:
“What do ye here with Death? Go forth! Go forth!”

Is this thy word, Ο Mother, with stem eyes.
Crowning thy dead with stone-caressing touch?
May we not weep o’er him that martyred lies.
Slain in our name, for that he loved us much?
May we not linger till the day is broad?
Nay, none are stirring in this stinging dawn
None but poor wretches that make no moan to God:
What use are these, O thou with dagger drawn?

“Go forth, go forth! Stand not to weep for these,
Till, weakened with your weeping, like the snow
Ye melt, dissolving in a coward peace!”
Light upon Waldheim! Brother, let us go!

 

4
Οι οικοδόμοι των δρόμων

Τους είδα να μοχθούν κάτω από τον πελώριο ήλιο
Τα θαμπά, σκούρα πρόσωπά τους ακουμπούν πάνω στην πέτρα
Τα πλεγμένα τους δάχτυλα αρπάζουν τα βρώμικα εργαλεία,
Οι στρογγυλεμένοι τους ώμοι στενεύουν το στήθος τους
Οι σταγόνες τού ιδρώτα στάζουν σαν μεγάλες οδυνηρές χάντρες
Είδα την κατάρρευση, το μέτωπό του πάνω στον βράχο
Το αβοήθητο χέρι εξακολουθεί να κρατιέται στο φτυάρι
Το μουδιασμένο του στόμα μέσα στα χώματα

Και ήταν νεκρός
Οι σύντροφοί του έστρεψαν απαλά το πρόσωπό του, μέχρι που
Ο αδυσώπητος ήλιος έλαμψε σκληρά στα μάτια του,
Ορθάνοιχτα, κοιτάζουν τον άσπλαχνο ουρανό.
Το αίμα ακόμα έτρεχε πάνω στην κοφτερή πέτρα
Τετέλεσται. Ήταν ήσυχα, ήσυχα νεκρός:
Οδηγούμενος στο θάνατο κάτω από τον καυτό ήλιο,
Οδηγούμενος στο θάνατο πάνω στον δρόμο που έχτισε.

Δεν ήταν “ήρωας”, ήταν ένας φτωχός μαύρος άνδρας
Ακολουθώντας “τη θέληση του Θεού” μη ρωτώντας τίποτα
Μνημονεύστε τον, την επόμενη φορά που τα πόδια του αλόγου σας
Βγάλουν σπινθήρες πάνω στον λαμπερό δρόμο
Σκεφτείτε ότι γι’ αυτό, αυτό το κοινό αγαθό, τον Δρόμο,
Ένας άνθρωπος έδωσε τη ζωή του, αυτό είναι το ματωμένο δώρο του
Σε έναν κόσμο που τον υπερβαίνει και δεν του είπε ένα «ευχαριστώ»
Ένας αγράμματος, μέσος και άψυχος ήταν; Ωραία, –
Ακόμα άνθρωπος, και εσύ βαδίζεις πάνω στο πτώμα του.

Φιλαδέλφεια 1894
.

THE ROAD BUILDERS

I saw them toiling in the blistering sun,
Their dull, dark faces leaning toward the stone,
Their knotted fingers grasping the rude tools,
Their rounded shoulders narrowing in their chest,
The sweat drops dripping in great painful beads.
I saw one fall, his forehead on the rock,
The helpless hand still clutching at the spade.
The alack mouth full of earth,

And he was dead.
His comrades gently turned his face, until
The fierce sun glittered hard upon his eyes.
Wide open, staring at the cruel sky.
The blood yet ran upon the jagged stone;
But it was ended. He was quite, quite dead:
Driven to death beneath the burning sun,
Driven to death upon the road he built.

He was no “hero,” he; a poor, black man,
Taking “the will of God” and asking naught;
Think of him thus, when next your horse’s feet
Strike out the flint spark from the gleaming road;
Think that for this, this common thing, The Road,
A human creature died; ’tis a blood gift,
To an o’erreaching world that does not thank.
Ignorant, mean and soulless was he? Well,-
Still human; and you drive upon his corpse.
.

5
Γραμμένα με κόκκινο

Γραμμένες εις το κόκκινο οι στάσεις τους για τη διαμαρτυρία
Για τον Θεό του Κόσμου να δει
Στον δογματικό τοίχο του εαυτού τους εν ασωμάτω χειρία
Oικόσημο έβαλαν το “Διαίρει”, και φλεγόμενοι πυρσοί
Φωτίζουν το μήνυμα: “Αρπάξτε τη γη!
Ανοίξτε τις φυλακές και αφήστε τους ανθρώπους εν πλήρη ελευθερία”
Πυρπόλησαν τις ζωντανές λέξεις των νεκρών
Γραμμένες με κόκκινο
Θεοί του Κόσμου! Το στόμα σας είναι κλειδωμένο!
Τα όπλα σας μίλησαν και πλέον είναι σκόνη.
Αλλά η Ζωή μες στα σάβανα, που η καρδιά της ον παραλυμένο,
του τυμπάνου της αφύπνισης τον κτύπο ξανανιώνει
Μέσα τους -η φωνή των Νεκρών- ακούγεται και υψώνει
Καθώς λέει: “Διώξτε μακρυά ό,τι παλιό και σκουριασμένο!”
Το είχαν δει “Επανορθώσου”, η λέξη των Νεκρών,
Γραμμένη με κόκκινο
Φέρτε τη ψηλά, Ω φλόγα πυρωμένη!
Προς τον ουρανό ψηλά, ο καθένας να μπορεί να σε δει.
Ο λόγος μας είναι ο ίδιος, όλοι του Κόσμου οι σκλαβωμένοι!
Μία είναι η αλησμόνητη ντροπή
Με Ένα όνομα, μία είναι η πάλη, μία η πληγή-
Manhood – παλέψαμε για να είναι οι άνθρωποι λευτερωμένοι.
To “Απελευθερώστε τη Γη απ’ την κατάρα!” καίει τις λέξεις των Νεκρών,
Γραμμένο με κόκκινο.\


WRITTEN-IN-RED

Written in red their protest stands,
For the Gods of the World to see;
On the dooming wall their bodiless hands
Have blazoned “Upharsin,” and flaring brands
Illumine the message: “Seize the lands!
Open the prisons and make men free!”
Flame out the living words of the dead
Written-in-red.

Gods of the World! Their mouths are dumb!
Your guns have spoken and they are dust.
But the shrouded Living, whose hearts were numb,
Have felt the beat of a wakening drum
Within them sounding-the Dead Men’s tongue
Calling: “Smite off the ancient rust!”
Have beheld “Resurrexit,” the word of the Dead,
Written-in-red.

Bear it aloft, O roaring flame!
Skyward aloft, where all may see.
Slaves of the World! Our cause is the same;
One is the immemorial shame;
One is the struggle, and in One name –
Manhood – we battle to set men free.
“Uncurse us the Land!” burn the words of the Dead,
Written-in-red.

Μετάφραση: Δημήτρης Καφετζής

https://1-2.gr/2019/01/15/h-poihsh-ths-pio-lamprhs-anarhikhs-poy-gennhse-pote-h-amerikh/?fbclid=IwAR1w4bVEqk5jHWEfjLoPAUmdjCVfo-OpMN6B8Fs1sg8LcixQRQ5tdrexL0s 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου