Τις πρώτες ώρες που περνάνε στο ποίημα οι τυφλοί
– Απʼ το ημερολόγιο του ποιήματος –
Με τοποθετούνε σʼ ένα δωμάτιο
Τʼ ακούω από τον όγκο της σιωπής πως δεν είναι ακόμα η απέραντη νύχτα
Όταν θα βγω από την πόρτα του σπιτιού χωρίς κανείς αυτό το βήμα μου
να το προλάβει
Κάποτε θα βρω ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού, θα βρω που
είναι, όπως σύρριζα στον τοίχο αγγίζοντας ένα-ένα τα πράγματα
κι αλλοιώνοντας τις διαστάσεις τους τα γνωρίζω
Περισσότερο υποθέτω πριν έρθει σα ρολόι σημαίνοντας
τʼ όνομα τους συμπληρωμένο
– το πουλί έχει μείνει σα σχήμα κι εγγράφεται στην ύλη τους, στο σίδερο
ή στο ξύλο –
υποθέτω πως θα ʽναι τʼ άνοιγμα για την έξοδο ίσως αυτή τη φορά
κάπου κοντά μου
Ο φόβος ή ό,τι είχα μάθει να λέγεται υπερηφάνεια μʼ απελπισία
καλεί τʼ άδειο πουλί που τότε έρχεται σαν ησυχάσω;
Θα φύγει πρώτο
και στη νύχτα όταν βρεθεί απλωμένο, θα πάρει σάρκα στις φτερούγες του,
τα φτερά θα είναι μέσα της ριζωμένα, στο στήθος του θα είναι το πιο ζεστό βάρος,
κι ο λαιμός του τεντωμένος σχηματίζοντας εκείνες τις δυο αληθινές
τραβηγμένες πετσέτες
ταξιδεύοντας πάλι με τη φωνή των άλλων πουλιών, του γρήγορου
αίματος θα γεμίζει στην πλημμύρα της νύχτας
Γιατί πριν να βουλιάξει αυτή η τελευταία μας νύχτα
Η άπειρη
Τη λαβή των μεγάλων συγκρίσεων
Όταν πάνω μου φώναζαν τα ωραία πουλιά
Τα ερείπια σκεπάζοντας
Και τα ψάρια νεκρά παρασύροντας
Με το σώμα τους τα πουλιά
Σαν ακέραιο σχήμα οδηγούμενο
Τρωκτικά και ψάρια μαζί
Έγχρωμα ακόμα στων πλευρών τους τα πλάγια
Οδηγούσαν
Ήταν όπως κατάλαβα μόνο αργότερα πουλιά τρομερά
Απʼ τα μάτια μου αρχίζοντας να ραμφίζοντας
Τους κρωγμούς των πουλιών ποιοι θυμούνται
Θα μάθουν τι εσήμαιναν τα πουλιά
Κι απʼ των παιδιών τα γόνατα σαν πέτρες στο ποτάμι χώριζε που
έτρεχε νερό
ποια στην καρδιά μου η θέση του μίσους;
Πρέπει οι τυφλοί να λένε συχνά στα παιδιά παραμύθια
Στο υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από άλλοτε των σπιτιών
τα θεμέλια είναι ένα κτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απʼ τα
πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απʼ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια
ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα
μουσικής πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι
ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απʼ τη γη τον άνεμο και μακριά απʼ το λιμάνι της
πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλα
του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τʼ άκουσε που
καιγόνταν
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλο μου
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημα μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τʼ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θʼ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
πουλιά
Ήταν το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος του ανέμου που
όταν στέκεται περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ʽρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
Μα ήταν
ένας
καιρός
που τα κόκκαλα, σκελετοί μεγάλοι
των ζώων και των πουλιών, φέγγανε σʼ όλο το μήκος τους απλωμένοι
ως την αιχμή των φτερών
ευσταθείς και μετέωροι
σαν άρματα ευρύχωρα ψηλά ανεβαίνοντας πάνω απʼ την μάχη των εισβολών
Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο
Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης
Τʼ αλάτι ξερό
Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους
Το βουλιάζαν αργά στον πηλό
Το θυμάμαι,
Τα μετέωρα μεγάλα πουλιά
διέσχιζαν τότε το σώμα τους
ταχύτατα φεύγοντας περνούσαν έξοδοι ελαφιών
οι ενταφιασμοί
– πόσοι –
δέντρα και σκοτεινά ζώα
κι όπως τους κυνηγούσαν νεογέννητα στη ρίζα τους αφησμένα
Τινάζονταν όλος ο αέρας
Ώρα σα φυλλωσιά τρέμοντας
Σα φυλλωσιά μυρίζοντας
Κι από κάτω κλείνονταν στο χώμα μαζί του
Φωλιές και ψυχές πολλών μικρών ζώων
Η έννοια των τυφλών
– Απʼ το ημερολόγιο των τυφλών –
Απλώθηκε σα σκιά απειλής και ησυχίας μεγάλης, όταν μέσα της
βρίσκεσαι και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θα ʽρθει»
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς το μπορούσα
κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει
Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου κι αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Όπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και τα νεύματα
που διακρίνεις
Όλα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
Γιατί τάχα πώς να βρεθήκανε οι επιθυμίες στο ποίημα και τα άλλα
που το θάνατο ετοιμάζουν;
Αυτά ένας συλλογισμός βαθύς τα αναπαύει
Ζώνες που αστράφτουν έρημες κι απρόσκοπτος ο αέρας τους
περνάει από τη γη
Με το γυμνό κεφάλι του και τις μικρές ψιλές φωνές, τις γρήγορες
Του λάρυγγα
Διασχίζοντας – τι γρήγορα – τις ζώνες του καιρού
Όχι με μιας
Με πάλεψε, σʼ όλο το σώμα μου έσκαψε για τα όμοια του φωλιές
Κι έγινα κατοικία άγριων πουλιών
Στη μέση ερημιάς
Τώρα εκεί θα κατοικεί τʼ ωραίο πουλί
Σʼ ένα κουβάρι συνωστίζεται αναπνοής
Το τρωκτικό των θεμελίων
Ποια χάραξε στα χείλη μου η λέξη αμυχή
Ήταν δίχτυ ψυχών τα πουλιά, ήταν παγίδες, δεν άφηναν ανοιχτό
ουρανό
Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2008/12/07/aeyic-aaeaeu-c-iiiea-oui-oooethi-1962/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου