Εζήτησες πολλά. Η ζωή δεν μπόρειε να τα δώσει.
Είπες: θα φύγω! Κι έφτασες στο χείλος του γκρεμού.
Κι όταν το χάος αντίκρυσες, μάταια τα βρήκες όλα
πήρες το δρόμο, σκεφτικός, ξανά του γυρισμού.
Κ’ είπες: θα φτιάξω έναν δικό μου κόσμο και θα ζήσω.
Κύμα πλημμύριζε η ζωή τα στήθη σου με ορμή.
Βρήκες το μέγα μυστικό που διώχνει την ανία:
Να ζεις χίλιες ζωές μαζί μέσα σε μια ζωή.
Να φεύγεις το περίβλημα του τραγικού εαυτού σου.
Να λες: αμφέβαλλα συχνά, κι επίστεψα πολύ.
Να απομακρύνεις τ’ όνειρο από σε, κι ύστερα πάλι
Ν’ αφήνεις μόνη την καρδιά για να τ’ αναπολεί.
Μέλισσα να ‘σαι αδιάκοπα που πάει από άνθος σε άνθος,
αχτίνα, που στη χλόη κεντά παιχνίδια από σκιές.
Ταξίδια να ονειρεύεσαι και να μην ταξιδεύεις.
Να χάνεσαι μέσα στις μύριες που έπλασες ζωές.
Να δίνεσαι. Μα κι από σε τίποτα να μη δίνεις.
Κι όταν η ώρα σου η στερνή σημάνει οριστικά,
να πεις: αυτό ήτανε πολύ! Κ’ ήταν και τόσο λίγο!
Και ν’ απορείς ο Θάνατος πως τη Ζωή νικά…
Πηγή: Ποίηση Μεσοπολεμική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου