Σπασμένες κληματόβεργες, πέτρες, αγκάθια, μια στάμνα.
Το χωραφάκι ρήμαξε. Σφαλιγμένο από χρόνια το σπίτι.
Δε ματαγύρισε από τότες ο Βαγγέλης. Πίσω απ’ το στάβλο
Φαίνεται ένα κομμάτι θάλασσα, σκούρο γαλάζιο. Τ’ άλογό του
τό ’χε πουλήσει σε δύσκολες μέρες – ένα άλογο κόκκινο
με μια άσπρη βούλα στο ζερβί του μάτι. Ένα πούπουλο γλάρου
έπεσε στα ξερόκλαδα. Στην πόρτα, αντικριστά, η γερόντισσα:
«Με κάτι τέτοια, γιέ μου, ψευτοπράματα –είπε–
βολεύουμε τη ζήση μας». Ο άλλος δε μίλησε. Κοιτούσε πέρα·
έκανε το σταυρό του και προχώρησε σα νά ’ταν ν’ ασπαστεί
το χέρι της γερόντισσας ή το πούπουλο εκείνο.
19.V .69
Από τη συλλογή «Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 147.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου