1. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα: σπέρμα καί ὄχι πρότυπο
Ἴσως δέν θά 'ταν ἄσκοπο νά πῶ παρεμπιπτόντως, ὅτι τό ἐνδιαφέρον μου γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία, καί, γενικότερα, γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική δημιουργία - ἐνδιαφέρον πάρα πολύ παλιό - ἀναζωπυρώθηκε κατά τήν ἐξέλιξη τῆς σκέψης μου καί, ἰδιαίτερα, μετά ἀπό τήν κριτική στήν ὁποία ὑπέβαλα τήν παραδοσιακή ἐπαναστατική ἰδεολογία, καί πιό συγκεκριμένα τόν μαρξισμό. Ἡ ἀναζωπύρωση αὐτή εἶναι συνέπεια τῆς ἀναγνώρισης ὁρισμένων βασικῶν στοιχείων πού δημιουργήθηκαν γιά πρώτη φορά στήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Τά στοιχεῖα αὐτά χάθηκαν στή συνέχεια μέσα στήν ἱστορία μέ τήν παρακμή τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πόλης, μέ τήν ἄνοδο καί τήν κυριαρχία τῆς Ρώμης καί μέ τήν ἐμφάνιση καί ἐγκαθίδρυση τοϋ χριστιανισμοῦ· ξαναδημιουργήθηκαν στήν δυτική Εὐρώπη κατά τό τέλος τοΰ Μεσαίωνα, ὅταν ξαναδημιουργήθηκαν, ὅπως στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, πόλεις, δηλαδή κοινότητες, οἱ ὁποῖες ξαναπροσπάθησαν – μέσα σέ συνθῆκες τελείως διαφορετικές ἀπό τίς ἀρχαῖες ἑλληνικές – να αὐτοκυβερνηθοϋν κατά τό δυνατόν, παλεύοντας ἐναντίον τῆς φεουδαρχίας, ἐναντίον τῆς ἐκκλησίας, ἐναντίον τῆς ἀπόλυτης μοναρχίας, συνάπτοντας ἐναλλάξ συμμαχίες μέ τήν μιά ἤ τήν ἄλλη ἀπ' αὐτές τίς δυνάμεις, γιά νά μπορέσουν νά ἐπιβιώσουν σάν αὐτοκυβερνούμενες, ὥς ἕνα βαθμό, πολιτικές κοινότητες.
Οἱ πόλεις αὐτές εἶναι δημιουργία τῆς ἀστικῆς τάξης. Χρησιμοποιῶ ἐδῶ τόν ὅρο αὐτό μέ τήν πρωταρχική του ἔννοια, πού χαρακτηρίζει τούς πρώτους ἀστούς, τούς πρώτους βιοτέχνες καί ἐμπόρους, τούς «φυγάδες δουλοπάροικους ἀπό τό φεουδαρχικό κτῆμα», ὅπως τούς ἀποκαλοῦσε ὁ Μάρξ, οἱ ὁποῖοι βρίσκανε ἐλευθερία καί προστασία μέσα στά τείχη μίας πόλης πού σιγά σιγά, ἀποσποῦσε ὁρισμένα προνόμια καί ὁρισμένες ἐλευθερίες ἀπό τίς ὑπάρχουσες τότε ἐξουσίες, πού ἤδη ἀνέφερα: τόν μονάρχη, τούς φεουδάρχες καί τήν ἐκκλησία.
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, τό χαρακτηριστικό της εὐρωπαϊκῆς Ἀναγέννησης -στίς ἀρχές της - εἶναι ἡ ἀναδημιουργία μίας πραγματικῆς πολιτικῆς κοινότητας, πολιτικῆς ὄχι μέ τήν τρέχουσα ἔννοια, συνώνυμή της ψηφοθηρίας, τῶν παρασκηνιακῶν ἐλιγμῶν καί τῶν μεγαλόστομων προεκλογικῶν ὑποσχέσεων, ἀλλά μέ τήν μεγάλη καί σημαντική ἔννοια πού ἀφορᾶ τήν αὐτοθέσμιση καί τήν πράξη μίας ἀνθρώπινης κοινότητας, τῆς ὁποίας τά μέλη θέλουν πράγματι νά ἐπωμισθοῦν τήν ρύθμιση τῶν κοινωνικῶν τους σχέσεων, θέλουν κατά κάποιο τρόπο νά εἶναι αὐτόνομοι.
Τέτοια πολιτική κοινότητα, γιά πρώτη φορά, δημιουργεῖται στήν ἄρχαια Ἑλλάδα, καί αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ σημασία πού ἔχει γιά μᾶς σήμερα τόσο ἡ ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία ὅσο καί ἡ ἀρχαία ἑλληνική δημιουργία γενικότερα.
Θά ἤθελα, στό σημεῖο αὐτο, νά ξεκαθαρίσω εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τήν θέση μου, ὥστε νά ἀρθεῖ κάθε ἐνδεχόμενο παρεξήγησης. Δέν βλέπω, ὅπως νομίζω ὅτι καί κανείς δέν μπορεῖ νά δεῖ, ἐκτός ἄν εἶναι τελείως φαντασιόπληκτος ἤ προγονόπληκτος, τήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὡς πρότυπο τό ὁποῖο θά ἀρκοῦσε νά τό ἀντιγράψουμε γιά νά βροῦμε τήν ἐλευθερία, τήν δικαιοσύνη, τήν ἰσότητα καί πᾶν τό ἀγαθόν.
Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα δέν εἶναι πρότυπο, οὔτε μοντέλο πρός μίμηση, ὅπως ἄλλωστε δέν μπορεῖ νά εἶναι κανένα ἱστορικό ἔργο σέ ὁποιονδήποτε τομέα. Θεωρῶ, ὅμως, ὅτι μπορεῖ νά λειτουργήσει γιά μᾶς σάν γονιμοποιό σπέρμα, δεδομένου ὅτι μᾶς ἐπιτρέπει νά δοῦμε ἐν τῇ γενέσει τους πληθώρα στοιχείων πάντοτε ἐπίκαιρων - μπορεῖ καί πρέπει νά εἶναι γιά μᾶς κέντρισμα, ἔμπνευση καί πηγή ἰδεῶν.
2. Ἡ ἀρχή τῆς ἀμφισβήτησης
Τό ἐξαιρετικό καί μοναδικό φαινόμενο πού παρατηρεῖται στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, προϋπόθεση καί ἀποτέλεσμα μιᾶς ἄλλης θεώρησης τοῦ κόσμου (ὅπως θά ἀναπτύξω στή συνέχεια), εἶναι ἡ ἀμφισβήτηση τῆς παράδοσης : ἡ κοινωνία δέν μένει προσκολλημένη στούς παραδοσιακούς θεσμούς, σ’ αὐτό πού βρήκαμε ἄπ’ τούς πατεράδες μας, στόν λόγο καί τίς ἐντολές τοϋ Ἰεχωβᾶ, ἤ σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐξωτερική καί ἐξωκοινωνική ἀρχή καί πηγή θέσμισης. Θέτει ὑπό ἀμφισβήτηση τούς παραδοσιακούς θεσμούς, ἄφ’ ἑνός μέν ὡς νόμους μέ τήν στενή καί τρέχουσα σημασία τοῦ δρού, δηλαδή νόμους πολιτικούς, νόμους συνταγματικούς, νόμους καταστατικούς της πολιτικῆς κοινότητας, νόμους πού ἀπαντοῦν ἅπαξ διά παντός στό ἐρώτημα: ποιός ἄρχει; (βασιλιάς καί ἀριστο-κράτες, ὅπως κατά τήν παράδοση, ἤ δῆμος, σύμφωνα μέ τή νέα θέσμιση;), ἄφ’ ἑτέρου δέ ὡς κοινωνικές παραστάσεις (εἰκόνες) τοῦ κόσμου, δηλαδή θεσμισμένες παραστάσεις μέ τίς ὁποῖες γαλουχοῦνται τά παιδιά καί μαθαίνουν ἐξ ἁπαλοτάτων ὀνύχων τί εἶναι καλό, τί εἶναι κακό, τί εἶναι κόσμος, γιά ποιό πράγμα ἀξίζει κανείς νά ζεῖ ἤ νά πεθαίνει.
Τήν διττή αὐτή ἀμφισβήτηση τῶν κληρονομημένων θεσμῶν ἔχουμε φθάσει σήμερα νά τήν θεωροῦμε κατά κάποιο τρόπο σάν αὐτονόητη. Ἔχουμε φθάσει, ἐπίσης, νά θεωροῦμε αὐτονόητες ὁρισμένες ἰδέες πού διέπουν τήν κοινωνική ὀργάνωση ἐν γένει, καί ὁπωσδήποτε τήν δική μας συγκεκριμένη κοινωνική ὀργάνωση, ὅπως ἡ ἰδέα τῆς κοινωνικῆς ἤ καί ἁπλῶς δικαιοσύνης, ἡ ἴδεά της ἰσότητας κλπ.
Ἐκεῖνος πού πιστεύει ὅτι οἱ ἰδέες αὐτές, ὡς ρυθμιστικές σημασίες τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, εἶχαν τεθεῖ καί ἰσχύσει παντοῦ καί πάντοτε ἀπατᾶται βαθύτατα. Ἐάν θεωρήσουμε τήν ἀνθρώπινη ἱστορία στό σύνολό της θά διαπιστώσουμε ὅτι οὐδέποτε καί οὐδαμοῦ ἐτέθησαν, οὐδέποτε καί οὐδαμοῦ ἴσχυσαν, ἐκτός ἀπό δύο ἐξαίρεσεις: τήν ἀρχαία Ἑλλάδα κατά πρῶτον καί, πολύ ἀργότερα, τήν Δυτική Εὐρώπη καί τίς κοινωνίες πού ἐπηρεάστηκαν ἄπ’ αὐτήν.
Σέ ὅλες τίς ἄλλες γνωστές κοινωνίες θεωρήθηκε αὐτονόητη ἡ συνέχιση τῆς ζωῆς ὅπως βρέθηκε καί ἡ διατήρηση τοῦ καθενός στήν θέση του. Τό αὐτονόητο γιά τούς κλασικούς Ἑβραίους δέν ἦταν ἡ ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας ἤ τῆς ἰσότητας ἤ τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά ἡ συμμόρφωση πρός τίς ἐντολές τοῦ Ἰεχωβᾶ. Γιά ἕνα Χριστιανό, ἄν πράγματι εἶναι Χριστιανός, αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι ἡ τύχη τῆς κοινωνίας ἀλλά ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί ἡ κατάκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τό αὐτονόητο γιά ἕνα Ἰνδό, ἀκόμα καί σήμερα, εἶναι ἡ διατήρηση τῆς θέσης του μέσα στίς ὑπάρχουσες κοινωνικές κάστες. Τήν κατώτερη κάστα ἀποτελοῦν οἱ παρίες, τούς ὁποίους ἀκόμα κι ἄν ἀγγίξει μέλος ἀνώτερης κάστας μολύνεται (γι’ αὐτό καί ὑπάρχει μιά σειρά κανονισμῶν πού ρυθμίζουν τίς σχέσεις τους μέ τίς ἄλλες κάστες). Σήμερα, ἐν σωτηρίῳ ἔτει 1984, μετά ἀπό ὅλα ὅσα ἔχουν συμβεῖ - μεταξύ τῶν ἄλλων ἡ Ἰνδία, ἀπ’ τήν ἄποψη τοῦ πληθυσμοῦ, φυσικά, ὀνομάζεται «ἤ μεγαλύτερη δημοκρατία τοϋ κόσμου» - οἱ παρίες παραμένουν παρίες. Κι αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀπειλή τῶν ὅπλων κάποιων συνταγματαρχῶν, τῆς CIA, τοῦ KGB ἤ τῆς ἰνδικῆς ἀστυνομίας, ἀλλά μέ τήν πεποίθηση τῶν ἴδιων τῶν ἀτόμων ὅτι αὐτή εἶναι ἡ θέση πού τούς ἀνήκει μέσα στήν κοινωνία. Καί οἱ ἐλάχιστοι ἀπ’ τούς παρίες πού θά ἤθελαν ν’ ἀλλάξουν τήν μοίρα τους οὔτε ἐπαναστατικό κόμμα δημιουργοῦν, οὔτε ἐπανάσταση κάνουν: ἁπλῶς προσχωροῦν στό Ἰσλάμ, θρησκεία πού ἐπίσης ὑπάρχει στίς Ἰνδίες, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔχει παρίες,
Μ’ αὐτό θέλω νά πῶ ὅτι ἡ λεγόμενη πάλη τῶν τάξεων (δέν μπορῶ νά μπῶ σέ πολλές λεπτομέρειες στό θέμα αὐτό), ὡς ἐνεργός ἀντίδραση ἐκ μέρους τῆς τάξης ἤ τῶν τάξεων πού ὑφίστανται καταπίεση καί ἐκμετάλλευση, εἶναι ἡ ἐξαίρεση στήν ἀνθρώπινη Ἱστορία. Τίς περισσότερες φορές τό μόνο πού παρατηροῦμε εἶναι μιά ἀτομική (καί αὐτονόητη) ἀντίδραση τῶν καταπιεζομένων ἄτομων· σχεδόν ποτέ, ἐκτός ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό δῆμο καί ἀπό τόν δυτικοευρωπαϊκό χῶρο καί τίς προεκτάσεις του (πού σήμερα, φυσικά, ἔχουν πάρει παγκόσμιες διαστάσεις), τά καταπιεζόμενα στρώματα δέν θέτουν ὡς σκοπό τους τήν ἀλλαγή της κοινωνικῆς θέσμισης. Στήν καλύτερη ἀπό τίς γνωστές περιπτώσεις ἐξεγέρσεων δούλων στήν ἀρχαιότητα, τήν ρωμαϊκή ἰδίως, ὁ στόχος τῶν ξεσηκωμένων δούλων ἦταν ἡ ἀλλαγή τῶν θέσεων καί τῶν ρόλων μέσα στό ἴδιο κοινωνικό σύστημα. Σέ δυό ἀπ’ αὐτές τίς ἐξεγέρσεις, μιά στή Σικελία καί μιά στή Μικρά Ἀσία, οἱ δοῦλοι, μόλις συνέστησαν ἀνεξάρτητη κοινότητα, ἐξέλεξαν βασιλιά, ὁ ὁποῖος περιστοιχίστηκε ἀμέσως ἀπό ὑπηρέτες και δούλους. Δηλαδή, ἡ ἐξέγερση αὐτή καταλήγει στήν ἐπανασυγκρότηση τῆς ἴδιας παλιᾶς κατάστασης χωρίς καμιά ἀλλαγή. Τό παράδειγμα αὐτό δείχνει ὅτι ὁ βαθύτερος σκοπός ὅλης αὐτῆς τῆς κίνησης δέν ἦταν ἡ ἀλλαγή τῶν θεσμῶν, ἀλλά ἡ ἀλλαγή τῆς ἀτομικῆς κατάστασης τῶν ἄνθρωπων μέσα στούς ἴδιους θεσμούς. (Σέ ἄλλες περιπτώσεις, τό μόνο πού ἐπιδιώκουν οἱ ξεσηκωμένοι δοῦλοι εἶναι νά ξαναγυρίσουν στήν πατρίδα τους)
3. Ἡ Ἱστορία σάν δημιουργία. Ἀδυναμία τῶν αἰτιακῶν ἐξηγήσεων
Μίλησα πρίν γιά ἀρχαία ἑλληνική δημιουργία. Ἡ λέξη δημιουργία εἶναι γιά μένα πολύ σημαντική καί κεντρική. Θεωρῶ ὅτι ἀποτελεῖ κλειδί γιά ὅλη τήν κατανόηση τῆς ἱστορίας. Ἡ θέση μου συνοψίζεται στό ἐξῆς: κάθε κοινωνία αὐτοδημιουργεῖται, αὐτοθεσμίζεται χωρίς νά τό ξέρει - καί, κατά κανόνα, καλύπτει τό γεγονός αὐτό παραπέμποντας το σέ μιά ἐξωκοινωνική ὀντότητα. Τήν ἱστορική δημιουργία μποροῦμε νά τήν κατανοήσουμε μέ περισσότερη ἤ λιγότερη δυσκολία ἀφότου ἔχει πλέον συντελεσθεῖ. Ὁρισμένες πραγματικές συνθῆκες διευκολύνουν τήν κατανόησή της χωρίς ὅμως νά κάνουν δυνατή μιά αἰτιακή ἐξήγησή της. Δέν μποροῦμε νά βροῦμε τούς νόμους, τίς αἰτίες ἤ τίς ἀναγκαῖες καί ἱκανές συνθῆκες οἱ ὁποῖες θά παρήγαγαν ὁπωσδήποτε τόν ἑβραϊκό μονοθεϊσμό τόν 12ο π.Χ. αί., στήν συγκεκριμένη ἐκείνη περιοχή καί μόνο, ὅπως καί μόνο σ’ ἐκείνη τήν χρονική στιγμή, πράγμα πού εἶναι ἀναγκαῖο αἴτημα κάθε αὐθεντικῆς αἰτιακῆς ἐξήγησης τῶν φαινομένων.
Θά ἐξετάσω συνοπτικά τρία κεντρικά παραδείγματα αἰτιακῶν ἑρμηνειῶν τοῦ φαινομένου «ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία»:
α. τόν γεωγραφικό προσδιορισμό,
β. τόν τρόπο παραγωγῆς καί, ἰδιαίτερα, τήν ὕπαρξη δουλείας,
γ. τήν ὁπλιτική φάλαγγα.
Στήν συνέχεια θά ἀναφερθῶ στήν ἰδιομορφία τοῦ ἑλληνικοῦ ἀποικισμοῦ.
α. Ἔχει ὑποστηριχθεΐ ὅτι ἡ κερματισμένη γεωγραφική διάρθρωση τῆς χώρας, παρεμποδίζοντας τήν συγκρότηση ἑνιαίας κρατικῆς ἐξουσίας, εὐνόησε τήν δημιουργία αὐτόνομων κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες ἐξελίχθηκαν, στήν συνέχεια, σέ δημοκρατίες.
Πάνω σ' αὖτο, δύο παρατηρήσεις:
I. Ἡ γεωγραφική διάρθρωση ἐξακολούθησε καί ἐξακολουθεῖ, ἀκόμα καί σήμερα, νά εἶναι ἴδια. Ὅμως, οὔτε σήμερα, οὔτε τό 1480 μ.Χ., οὔτε τό 1200 π.Χ. παρουσιάστηκε στό κοινωνικό-πολιτικό πεδίο φαινόμενο ἀνάλογο μέ τήν δημοκρατία τῆς ἔποχής του Περικλῆ.
II. Τό παράδειγμα τῆς Γερμανίας, ἕως τό 1870, μᾶς ἐπιτρέπει νά δοῦμε ὅτι, ἐνῶ ἡ γεωγραφική δομή της θά διευκόλυνε τήν συγκρότηση ἑνιαίου κράτους, ἐντούτοις, ἡ χώρα ἔμεινε διηρημένη σέ μικρές ἑνότητες - γεγονός πού δέν εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐμφάνιση δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Ἀντίστροφα, σέ πολλές ἄλλες περιπτώσεις, οἱ «μικρές» πολιτικές ἑνότητες, «γεωγραφικά» καθορισμένες ἤ ὄχι, παρέμειναν μοναρχίες ἤ ὀλιγαρχίες (π.χ. οἱ φοινικικές πόλεις).
Ἑπομένως, οὔτε αὐτό πού δῆθεν «ἐπιτρέπει» ἤ «ἀποκλείει» ἡ γεωγραφική μορφολογία πραγματοποιεῖται ἀναγκαστικά (μικρές πολιτικές κοινότητες ἤ ἑνιαῖο κράτος), οὔτε ἡ σύσταση μικρῶν ἀνεξάρτητων κοινοτήτων ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στήν δημοκρατική ὀργάνωσή τους.
Εἶναι προφανές, νομίζω, ὅτι δέν μποροῦμε νά πάρουμε στά σοβαρά τέτοιου εἴδους ἐξήγηση, ὅπως, σύμφωνα μ’ αὐτά πού θά δείξω, δέν μποροῦμε νά πάρουμε στά σοβαρά τήν ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη στόν χῶρο κάποιων μαρξιστῶν καί ἀριστερῶν γιά τήν ὁποία
β. οἱ παραγωγικές σχέσεις καί ἰδιαίτερα ἡ ὕπαρξη δουλείας ἐξηγοῦν τήν ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία.
Δουλεία ὑπῆρχε, ἀσφαλῶς. Ὑπῆρχε συγκεκριμένη ἀντίληψη γιά τό ποιό εἶναι καί ποιό πρέπει νά εἶναι τό πολιτικό ὑποκείμενο, δηλαδή ὁ πολίτης ὡς ἄτομο πού ὀφείλει καί μπορεῖ νά μετέχει «κρίσεως καί ἀρχῆς». (Ὁ Ἀριστοτέλης, ἀπ’ τόν ὁποῖο προέρχεται ἡ φράση αὐτή, προτάσσει τήν «κρίση», δηλαδή τήν συμμετοχή στήν δικαστική ἐξουσία, τῆς «ἀρχῆς», δηλαδή τῆς συμμετοχῆς στήν κυβέρνηση· κι αὐτό γιατί στήν Ἀθήνα τοῦ τετάρτου αἰώνα, στό καθεστώς πού γνωρίζει καί μέσα στό ὁποῖο ζεῖ ὁ ἴδιος, ἡ δικαστική ἐξουσία τείνει πράγματι νά γίνει ἡ πρώτη, γιατί ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐπικυρώσει ἤ νά ἀναιρέσει στήν πράξη ἀκόμα καί ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται, φυσικά, γιά λαϊκά κι ὄχι γιά ἐπαγγελματικά δικαστήρια).
Ἄν, ἀναφερόμενος στήν δουλεία, θέλει νά πεῖ κανείς ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὁ δῆμος, οἱ δημοκρατικές πόλεις ἔμειναν σέ μιά ἀντίληψη τοῦ ποιός εἶναι ἤ δέν εἶναι πολίτης ἀπαράδεκτα στενή γιά μᾶς, νομίζω ὅτι θά μᾶς βρεῖ ὅλους σύμφωνους. Ἀλλά δέν συζητᾶμε αὐτό. Συζητᾶμε ἄν ἡ δουλεία ἦταν ἀναγκαία καί ἱκανή συνθήκη γιά νά ὑπάρξει δημοκρατία. Ἡ ἱστορία δείχνει ὅτι δέν ἦταν κάν ἱκανή συνθήκη. Δουλεία δέν ὑπῆρχε μόνο στήν Ἀθήνα. Ἀνθοῦσε στήν Ἀσία. Ποῦ εἶναι ἡ δημοκρατία στήν Ἀσία; Δουλεία ὑπῆρχε καί στήν Ρώμη, ὅπου, παρά τήν πάλη τῶν πληβείων ἐναντίον τοῦ θεσμισμένου καθεστῶτος, οὐδέποτε ὑπῆρξε πραγματική δημοκρατία. Ἡ Ρώμη, ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, ἔμεινε μιά ὀλιγαρχία. Ἡ πάλη τῶν πληβείων κατόρθωσε νά περιορίσει λίγο τήν ἐξουσία τῶν ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν, πού ἔμειναν πάντοτε κυρίαρχες, καί, κυρίως, νά τροποποιήσει τήν μορφή αὐτῆς τῆς ἐξουσίας. Ἡ ρίζα τῆς βίας καί νοθείας κατά τίς ψηφοφορίες, πού τόσο πολύ χαρακτηρίζει τήν δική μας πολιτική ζωή, δέν βρίσκεται στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἄλλα στήν Ρώμη: τό ἐκλογικό σῶμα ἦταν ὀργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο καί ἡ παρέμβαση τῶν πατρικίων ἦταν τέτοια, ὥστε, κατ’ ἀνάγκη, καί οἱ πληβεῖοι ἀκόμα ψήφιζαν τούς ὑποψήφιους τῆς ἀριοτοκρατίας. Καί οὔτε κάνει κανείς τόν κόπο νά μᾶς πεῖ γιατί, στήν ἴδια τήν Ἑλλάδα, μέ τήν δουλεία, ὑπάρχουν πόλεις – κατ’ ἐξοχήν, φυσικά, παράδειγμα ἡ Ἀθήνα - πού φθάνουν στήν δημοκρατία, κι ἄλλες – Σπάρτη - πού γίνονται ὁλοένα καί περισσότερο ὀλιγαρχικές. Ἀπ’ ὅλες τίς χῶρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου πού γνωρίζουν τήν δουλεία (δηλαδή περίπου ὅλες) μία μόνο δημιούργησε τήν δημοκρατία. Συνεπῶς, ἡ δουλεία οὔτε ἀναγκαία οὔτε ἱκανή συνθήκη εἶναι.
Σημειωτέον ὅτι, στό σημεῖο αὐτό, παρατηρεῖται μιά περίεργη συμμαχία μαρξο-ἀριστερῶν καί ἀντιδραστικῶν. Καί οἱ δυό δέχονται ὅτι ὑπῆρξε πράγματι δημοκρατία στήν Ἀθήνα, π.χ., γιά 30.000 πολίτες ἐπί τρεῖς αἰῶνες περίπου, ἡ ὁποία καί ἄφησε ἔργα τεράστια καί θαυμαστά σέ ὅλους τους τομεῖς, ἔργα πού ἐπέζησαν μέχρι σήμερα. Ἄν ἡ δουλεία ἦταν ἀναγκαία προϋπόθεση αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ποιά πολιτικά συμπεράσματα μποροῦμε νά βγάλουμε ἐμεῖς σήμερα; Καταλαβαίνει κανείς ἄριστα ποιά πολιτικά συμπεράσματα βγαίνουν ἀπ’ τήν σκοπιά τῶν ἀντιδρασακῶν. Ἀλλα γιά τούς μαρξιστές;
Ἕνας σχεδόν ἄγνωστος σήμερα ἀλλά σημαντικός Γερμανός κοινωνιολόγος καί φιλόσοφός του ΧΙΧου αἰ. (λέω ἄγνωστος γιατί πολλοί τόν παπαγαλίζουν ἀλλά ἐλάχ-στοι τόν καταλαβαίνουν), λεγόμενος Κάρολος Μάρξ, τά ἤξερε ὅλα αὐτά πολύ καλά καί ἔγραφε στό Κεφάλαιο ὅτι ἡ πραγματική κοινωνικό-οἰκονομική βάση τῆς ἀρχαίας δημοκρατικῆς πολιτείας ἦταν ἡ κοινότητα τῶν ἀνεξάρτητων μικροπαραγωγῶν καί ὄχι ἡ δουλεία. Ὁταν μέσα στήν ἑλληνική πόλη ἐμφανίζονται οἱ πρῶτες τάσεις τοῦ Δήμου νά πολεμήσει τήν ὀλιγαρχία καί τήν ἀριστοκρατία, οἱ πόλεις δέν ζοῦν ἀπό τήν δουλεία. Πρόκειται γιά ἀγροτικές περιοχές, ὅπως ὁ κάμπος τοῦ Λεωνιδίου, περίπου αὐτάρκεις ἀπό τήν ἄποψη τῆς γεωργικῆς καλλιέργειας, πού ἐκτείνονται γύρω ἀπό τό ἄστυ, τήν ὀχυρωμένη πόλη μέ τούς τεχνίτες, τίς ἀρχές, τό πολιτικό κέντρο καί ἕνα μέρος τῶν ναῶν (ἐνῶ ἕνα ἄλλο μέρος στήν ὕπαιθρο ὁριοθετεῖ τήν ἐπικράτεια).
Μερικοί, καί μερικοί μόνο ἀπό τους οἴκους ποῦ συγκροτοῦν αὐτόν τόν συνολικά ἐργαζόμενο πληθυσμό, διαθέτουν ἕνα, δύο ἤ τρεῖς δούλους. Ὅταν γίνεται ἡ μεγάλη δημοκρατική ἐπανάσταση στήν Ἀθήνα, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Κλεισθένη (508-506), ἡ κοινωνία δέν στηρίζεται οὔτε κάν οἰκονομικά στήν δουλεία, ἀλλά στήν ἐργασία τῶν ἀνεξάρτητων μικροπαραγωγῶν: ἀγροτῶν, τεχνιτῶν, ἔμπορων.
γ. Ἤ τρίτη αἰτιακή ἐξήγηση στηρίζεται στό φαινόμενο τῆς ὁπλιτικῆς φάλαγγας. Θεωρεῖ ὅτι ¨η δημοκρατία ἀποτελεῖ προέκταση στόν πολιτικό χῶρο τοῦ νέου αὐτοῦ τρόπου διεξαγωγῆς τοῦ πολέμου, ὅπου ἡ μάχη δέν εἶναι «σειρά μονομαχιῶν» (πρβλ., π.χ., τήν Ἰλιάδα), ἀλλά σύγκρουση δύο πειθαρχημένων καί ἑνοποιημένων συνόλων ὁπλιτῶν, καί τό μάχιμο σῶμα δέν περιορίζεται στούς εὐ γενεῖς ἱππεῖς, ἀλλά περιλαμβάνει τό σύνολο τῶν πολιτῶν συντεταγμένων σέ φάλαγγα. Τό φαινόμενο αὐτό, ὅμως, δέν προέρχεται ἀπό τήν ἐφαρμογή κάποιας τεχνολογικῆς ἀνακάλυψης. Ὁ ὁπλισμός του ὁπλίτη τῆς φάλαγγας δέν διαφέρει σέ τίποτα οὐσιῶδες ἀπ’ τόν ὁπλισμό τοῦ μονομάχου ἥρωα. Ἡ ἐπινόηση τῆς φάλαγγας εἶναι κοινωνική (καί ὄχι τεχνική), καί μάλιστα κοινώνικο-πολιτιχή: προϋποθέτει τήν φαντασιακή κοινωνική (πολιτική) σημασία τῆς ἰσότητας τῶν πολιτικῶν κοινωνιῶν ὡς πολεμιστῶν, τήν πραγμάτωσή της στήν ἑνότητα καί ἀλληλεξάρτηση τῶν ὁπλιτῶν ταῆς φάλαγγας, τήν ἐξαφάνιση τοῦ «μονομάχου ἥρωα», Μέ ἄλλα λόγια: ἡ ἐπινόηση τῆς φάλαγγας ὄχι μόνο δέν «ἐξηγεῖ» τίποτα, ἄλλα δέν μπορεῖ, ἡ ἴδια, νά ἐρμηνενθεΐ παρά σάν ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς δημιουργίας τῆς πόλης.
Ἕνα ἄλλο φαινόμενο ἐξαιρετικῆς σημασίας εἶναι ὁ ἑλληνικός ἀποικισμός. Ὁ πρῶτος ἀποικισμός τῆς Ἰωνίας ἀρχίζει τόν 11ο αἵ, π.Χ- Ὁ δεύτερος ἐκτείνεται στά παράλια ὅλης της Μεσογείου, ἀλλά ἰδίως στή νότιο Ἰταλία καί τήν Σικελία. Οἱ παλαιότερες ἀποικίες του χρονολογοῦνται ἀπό τό 770 ἤ 760 π.Χ., εἶναι, δηλαδή, σύγχρονες περίπου μέ τήν συλλογή τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέν εἶναι ὁ μόνος λαός πού κάνει ἀποικίες. Ὑπάρχει, ὅμως, ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῶν ἑλληνικῶν ἀποικιῶν, πού τίς διακρίνει ἀπό τίς ἀποικίες τῶν ἄλλων λαῶν. Οἱ ἀποικίες τῶν Φοινίκων, π.χ., μεταφέρουν αὐτούσια τους νόμους τῆς μητροπόλεως, ὅπως καί οἱ ἀποικισμοί τῶν ἑβραϊκῶν κοινοτήτων, μετά τήν διασπορά, μεταφέρουν αὐτούσια τόν νόμο τοῦ Ἰεχωβά, καθώς καί τόν παραδοσιακό τρόπο ζωῆς.
Ἀντίθετα, τόσο οἱ πρῶτες, ὅσο καί οἱ δεύτερες ἑλληνικές ἀποικίες, ἱδρύονται ἐπιλέγοντας κάθε μία δικούς της νόμους ἤ δικό της νομοθέτη, ἐπιφορτισμένο μέ τή σύνταξη τῶν νόμων πού ταιριάζουν κατά περίπτωση.
Ἡ σχέση τῆς δημοκρατικῆς δημιουργίας μέ ὁρισμένα φαινόμενα πού παρουσιάζονται ἀπ’ τήν πρώτη στιγμή, ὅπως ἡ φάλαγγα ἤ οἱ ἀποικίες, εἶναι, κατ’ ἀρχήν, σχέση νοημάτων καί μᾶς παραπέμπει στήν ἐξέταση τῶν νέων ὀχημάτων, παραστάσεων καί σημασιῶν τοῦ κόσμου πού ἔρχονται νά ἀντικαταστήσουν τά παλιά.
4. Ἡ ἑλληνική σύλληψη τοΰ κόσμου: κεντρικές φαντασιακές σημασίες
Ἡ θέσμιση τῆς κοινωνίας εἶναι κάθε φορά θέσμιση ἑνός μάγματος κοινωνικῶν φαντασιακῶν σημασιῶν, πού μποροῦμε καί πρέπει νά καλέσουμε κόσμο φαντασιακῶν σημασιῶν[1].
Εἶμαι ὑποχρεωμένος, δυστυχῶς, ἐδῶ, νά περιοριστῶ σέ κάποιες κεντρικές ἰδέες, βιαστικά διατυπωμένες:
α. Ἡ ἑρμηνεία πού εἶχε παλιότερα ἐπικρατήσει καί διαδοθεῖ γιά τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο καί ἄνθρωπο, σάν κόσμο καί ἄνθρωπο ἁρμονίας καί μέτρου, εἶναι παιδαριωδῶς ἀφελής, εἰδυλλιακή προβολή δυτικῶν σχημάτων καί νοσταλγιῶν τοῦ 18ου καί 19ου αἰώνα. Ἡ ἁρμονία καί τό μέτρο γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες δέν εἶναι δεδομένα, ἀλλά προβλήματα καί σκοπός - πού ἡ πράγμα-τοποίησή τους εἶναι πάντα ἀβέβαιη καί ἐπισφαλής σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀνθρώπινη ζωή.
β. Κεντρική γιά τήν ἄρχαια ἑλληνική σύλληψη εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Χάους. Γιά τόν Ἡσίοδο (Θεογονία, στίχος 116), τό σύνολο τῶν ὄντων (θεοί καί ἄνθρωποι, «πράγματα», «φαινόμενα» καί «δυνάμεις») γεννιέται ἀπό τό χάος, δηλαδή ἀπό τό τίποτα, τό κενό, τό μηδέν (χαίνω): ἧ τοι μέν πρώτιστα Χάος γένετ’. Αὐτό τό Χάος δέν ἔχει σχέση μέ τήν πολύ μεταγενέστερη ἔννοια τοῦ χάους ὡς συμφυρμοῦ, κυκεώνα, γενικευμένης ἀταξίας. Ἐντούτοις ὅμως, στήν ἴδια τήν Θεογονία ὑπάρχει ἕνα ἔσχατο μέρος ἤ βάθος, μιά ἀνάποδη τοῦ κόσμου, πού εἶναι Χάος μέ τήν μεταγενέστερη ἔννοια: ¨ο ποιητής τοῦ δίνει, συμβατικά καί συμβολικά, τό ὄνομα Τάρταρος (στίχοι 717-720, 722-723 , 724-730, 731-735). Οἱ «ρίζες» τοῦ κόσμου - «τῆς γῆς καί τῆς στείρας θάλασσας» - βγαίνουν ἀπ’ αὐτό τό τεράστιο κιούπι, πού τό στόμα του τό ζώνει «τριπλή νύχτα». Οἱ «ρίζες» τοῦ κόσμου -κόσμος=τάξη -, ἡ «ἄλλη του ὄψη» εἶναι αὐτός ὁ τερατώδης χῶρος, Σέ τούτη μόνο τήν ὄψη (ὅπου ζοῦμε καί ἐμεῖς) βασιλεύει - πρός τό παρόν - ὁ Ζεύς, καί τήν κάνει νά εἶναι κατά κάποιο τρόπο κόσμος.
γ. Ὁ κόσμος δέν εἶναι καμωμένος γιά τούς ἀνθρώπους οὔτε ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτούς. Γενικότερα, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη γιά τήν ζωή, δέν ὑπάρχει καμιά ὑπερβατική ἐξωκοσμική δύναμη πού νά ἐνδιαφέρεται γιά τούς ἀνθρώπους, ἀκόμα λιγότερο, νά τούς «ἀγαπάει». Οἱ θεοί ἐπεμβαίνουν μόνο ἄν κάποιος τούς ζημιώσει ἤ ἀσεβήσει εἰς βάρος τους κλπ. Ἐξάλλου, καί οἱ ἴδιοι οἱ θεοί δέν εἶναι παντοδύναμοι, ὑπόκεινται σέ μιά ἀπρόσωπη Μοίρα, ἡ ὁποία ἔφερε πρῶτα τόν Οὐρανό, ἔπειτα τόν Κρόνο κι ἔπειτα τόν Δία, Ὁ Προμηθέας, στήν ὁμώνυμη τραγωδία τοϋ Αἰσχύλου, μηνύει στόν Δία μέσω τοῦ ἀγγελιαφόρου του Ἑρμῆ ὅτι:
Νέον νέοι κρατεῖτε καί δοκεῖτε δή
ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ’ οὐκ ἐκ τῶν δ’ ἐγώ
δισσούς τυράννους ἐκπεσόντας ἠσθόμην;
Τρίτον δέ τόν νῦν κοιρανοῦντά ἐπόψομαι
αἴσχιστα καί τάχιστα
[Νέοι, νέαν ἐξουσία κατέχετε καί νομίζετε πώς κατοικεῖτε ἀπροσπέλαστα ἀπ’ τόν πόνο παλάτια· μήπως δέν εἶδα μέχρι τώρα τήν καθαίρεση δύο τυράννων; Ἔτσι καί τόν τρίτο, τόν σημερινό ἀφέντη θά δῶ νά πέφτει πολύ ἄσχημα καί πολύ σύντομα].
Προμηθεύς Δεσμώτης, στίχ. 955-959
δ. Τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τοῦ 5ου αἰώνα - κι αὐτή εἶναι ἡ ἐποχή πού μέ ἐνδιαφέρει: 8ος -5ος αἰώνας - γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη, ἡ μετά θάνατον ζωή ἤ δέν ὕπαρχει ἤ, ἄν ὑπάρχει, εἶναι πολύ χειρότερη ἀπ’ τήν ἐπίγεια ζωή. Αὐτό λέγεται σαφῶς στήν Ὀδύσσεια, στή Νέκυια (λ, 488), ὅταν ὁ Ὀδυσσέας συναντᾶ τή σκιά τοῦ νεκροῦ Ἀχιλλέα στόν Ἅδη, ἡ ὁποία καί τοῦ λέει:
Μή δή μοι θάνατον γέ παραύδα, φαίδιμ’ Ὀδυσεῦ.
Βουλοίμην κ’ ἐπάρουρος ἐών θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρί παρ’ ἀκλήρῳ, ᾧ μή βίοτος πολύς εἴη,
ἤ πάσιν νεκύεσσι καταφθίμενοισιν ἀνάσσειν.
[Τό θάνατο μή μοῦ παινεύεις λαμπρέ Ὀδυσσέα. Καλύτερα τήν γῆ νά δουλεύω ὑποτακτικός κάποιου φτωχοῦ χωριάτη μέ λίγο βιός,παρά νά βασιλεύω σ’ ὅλούς αὐτούς τους σβησμένους νεκρούς].
Ὀδύσσεια λ488-491
Αὐτος εἶναι, λοιπόν, ὁ νόμος τῆς ὑπάρξεως τοῦ εἶναι: νόμος γενέσεως καί φθορᾶς, ἐπιστροφῆς στό χάος, ἄν μπορῶ νά πῶ, καί ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τό χάος, Ἡ ἰδέα ἑνός ἱστορικοῦ νόμου, ἐγγυητή μιᾶς ἰδανικῆς κοινωνίας, εἶναι ἰδέα ἄγνωστη στούς Ἕλληνες, ὅπως ἄγνωστος εἶναι ὁ μεσσιανισμός ἤ ἡ δυνατότητα ἐξωκοσμικῆς φυγῆς. Ἡ θεώρηση αὐτή ἐμπνέει μιά στάση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅ,τι εἶναι νά γίνει θά γίνει ἐδῶ. Ὅ,τι δέν γίνεται ἐδῶ, δέν γίνεται γιά μας, δέν μᾶς ἀφορᾶ, γίνεται ἀλλοῦ, μεταξύ θεῶν, ἤ γίνεται στίς ρίζες τοῦ χάους. Τό σημαντικό γιά μᾶς γίνεται ἐδῶ, ἐξαρτᾶται ἀπό μας κι ἐμεῖς θά τό κάνουμε. Δέν θά τό κάνει οὔτε ὁ θεός, οὔτε ἡ ἱστορική ἀναγκαιότητα, οὔτε καμιά πολιτική διεύθυνση, κάτοχος ταῆς ἐπιστημονικῆς σοφίας ἐπί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, θά τό κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι - ἄν γίνεται, κι ἄν μᾶς ἀφήσει ἡ Μοίρα - ἤ δέν μπορεῖ νά γίνει. Καί αὐτό ἐν γνώσει μας ὅτι ὑποκείμεθα στόν ἴδιο νόμο πού διέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως καί φθορᾶς. Τό χάος τό ἔχουμε καί μέσα μας μέ τήν μορφή τῆς ὕβρεως, δήλ. τῆς ἄγνοιας ἤ ἀδυναμίας ἀναγνωρίσεως τῶν ὁρίων τῶν πράξεών μας - διότι, βεβαίως, ἄν τά ὅρια ἦσαν σαφῆ καί ἀναγνωρίσιμα ἐκ τῶν προτέρων, δέν θά ὕπηρχε ὕβρις -, θά ὑπῆρχε ἁπλῶς παράβαση ἤ ἁμάρτημα, ἔννοιες χωρίς κανένα βάθος.
Αὐτο εἶναι ἐξάλλου κι ἕνα ἀπ’ τά μαθήματα τῆς τραγωδίας, ἡ ὁποία συνδέεται ἄμεσα μέ τήν φιλοσοφία καί τήν γονιμοποιεῖ. Σάν πολιτικός θεσμός ἡ τραγωδία εἶναι θεσμός αὐτοπεριορισμοῦ. Ὑπενθυμίζει διαρκῶς στους Ἀθηναίους πολίτες ὅτι ὑπάρχουν ὅρια ἄγνωστα ἐκ τῶν προτέρων στό δρῶν ὑποκείμενο, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ ὑπεύθυνα ἀναλαμβάνοντας τούς κινδύνους τῶν πράξεών του. Κανείς δέν μπορεῖ νά τοῦ τά ὑποδείξει ἐκ τῶν προτέρων. Μόνο του πρέπει νά τά καταλάβει ἤ νά τά διαισθανθεῖ.
Αὐτες τίς ἰδέες τίς ὀνομάζω κεντρικές φανταοιακές σημασίες. Ἀποτελοῦν τρόπο σημασιοδότησης τῆς πραγματικότητας, τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Τίς συναντᾶμε ἀπό τήν καταβολή, ἀπό τήν ἀρχική σύσταση τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ἀπό τόν Ὅμηρο ἤδη καί ἀπό τήν μυθολογία. Ἡ σημασία τῆς διαδοχῆς Οὐρανοῦ, Κρόνου, Διός, ὅπως περιγράφεται ἀπό τόν μύθο, ἐκφράζει τήν ἴδια αὐτή φιλοσοφική ἀντίληψη πού προσπάθησα νά διατυπώσω περιληπτικά. Γι’ αὐτό καί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ὑπάρχουν πολλές καί ὡραῖες μυθολογίες, μιά ὅμως εἶναι ἀληθινή: ἡ ἀρχαία ἑλληνική. Ἀληθινή μέ τήν ἔννοια ὅτι ὅλοι οἱ μύθοι της ἔχουν ἕνα σημασιακό ὑπόβαθρο, μέσα στό ὁποῖο κατοπτρίζεται ἡ ἴδια μας ἡ ζωή καί κάθε ἀνθρώπινη ζωή,
Ὁ ἑλληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στήν ἐπίγνωση ὅτι δέν ὑπάρχει φυγή ἀπό τόν κόσμο κι ἀπό τόν θάνατο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός. Στό σημεῖο αὐτό θά τολμήσω νά διορθώσω ἕνα μεγάλο Ἕλληνα ποιητή, τον Ἀνδρέα Ἐμπειρῖκο. Στό ποίημά του «Εἰς τήν ὁδόν τῶν Φιλελλήνων», ὁ Ἐμπειρίκος τελειώνει μέ τήν εὐχή: νά γίνῃ [...] πανανθρώπινη, ἡ δόξα τῶν Ἑλλήνων, πού πρῶτοι, θαρρῶ, αὐτοί, στόν κόσμο ἐδῶ κάτω, ἔκαμαν οἶστρο τῆς ζωῆς τόν φόβο τόν θανάτου. Ἐγώ θά ἔλεγα: ἔκαμαν οἶστρο τῆς ζωῆς τήν γνώση τοῦ θανάτου.
Ὁ φόβος τοῦ θανάτου διακατεῖχε παντοῦ καί πάντοτε ὅλους τους θνητούς. Ἴσως αὐτός μας ἐμποδίζει κι ἐμᾶς σήμερα, ὅπως ἐμπόδισε πολλές φορές στό παρελθόν τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουμε τόν ἀπαιτούμενο οἶστρο γιά τήν ζωή μας, νά ἔχουμε δηλαδή τήν ἐπίγνωση ὅτι εἴμαστε πραγματικά θνητοί, καί ὅ,τι ἔχουμε νά κάνουμε, ἄν γίνεται, θά γίνει ἐδῶ, ἀπό μας, καί ἐδῶ θά τό κάνουμε, ἔμεῖς.
5. Ἐσωτερική σχέση δημοκρατίας καί φιλοσοφίας
Ἡ πόλις δημιουργεῖται κατά τόν 8ο αἰ. Μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα, ἀπό τήν στιγμή αὐτή παρατηρεῖται μιά καταπληκτική δημιουργία, πού καλύπτει ὅλους τους τομεῖς τῆς πολιτικῆς ζωῆς. Στό διάστημα αὐτό τοποθετεῖται καί ἡ τελική διαμόρφωση τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, καθώς καί ὁ Ἡσίοδος.
Στίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰ., περί τό 680-670, γράφει ὁ μεγάλος λυρικός ποιητής Ἀρχιλόχος, τοῦ ὁποίου δυστυχῶς λίγα ἀποσπάσματα σώζονται. Μεταξύ αὐτῶν, τό καταπληκτικό καί ἀδιανόητο γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη κοινωνία:
Ἀσπίδι μέν Σάϊών τίς ἀγάλλεται, ἥν παρά θάμνωι
ἐντός ἀμώμητον κάλλιπον οὐκ ἐθέλων
ψυχήν δ’ ἐξεσάωσα. Τί μοι μέλλει ἀσπίς ἐκείνη;
ἐρρέτω· ἕξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.
(ἀπόσπασμα 13)
[Τήν ἀσπιδά μου κάποιος Σάιος χαίρεται, αὐτήν πού ὁλοκαινούρια παράτησα κοντά σ’ ἕνα θάμνο ἄθελά μου· ἔσωσα ὅμως τήν ζωή μου. Τί μέ νοιάζει ἡ ἀσπίδα μου ἐκείνη; χαλάλι· καλύτερη θέ ν’ ἀγοράσω ἄλλη].
Καί αὐτό λέγεται ἀνοιχτά καί συμβάλλει στήν δόξα τοῦ Ἀρχιλόχου, σέ μιά κοινωνία σάν τήν ἑλληνική ὅπου ἡ προσωπική ἀνδρεία καί ἡ στρατιωτική τιμή ἦταν πολύ ψηλά τοποθετημένες. Εἶναι δυνατόν νά φαντασθεῖ κανείς Ἑβραῖο ἤ Χριστιανό, ὄχι ἁπλῶς νά γράφει: «Τί κι ἄν σκούπισα τήν μύτη μου μέ τήν Βίβλο; Θά βρῶ ἀλλοῦ καλύτερο ἀντίτυπο», ἄλλα καί νά γίνεται διάσημος σάν ποιητής μέ τόν στίχο αὖτο;
Ἀπό πολύ νωρίς, ἀπό τήν ἀρχή της ἀσφαλῶς, αὐτη ἡ πολιτική κοινότητα ἔχει τήν πεποίθηση ὅτί δέν μπορεῖ νά διατηρηθεῖ σάν κοινότητα ἄν οἱ πολίτες πού τήν ἀποτελοῦν δέν τήν ὑπερασπίζονται. Συνεπῶς, τιμᾶ ἰδιαίτερα τό θάρρος καί τήν ἀνδρεία. Τό καταπληκτικό, ὅμως, εἶναι ὅτι, ταυτόχρονα, δίνει στόν ποιητή τήν δυνατότητα νά λέει ἐλεύθερα: «Τί κι ἄν παράτησα τήν ἀσπιδα μου, ἔσωσα τήν ζωή μου, καλύτερη θέ νά ‘βρω ἄλλη».
Ἡ ἀμφισβήτηση, τῆς ὁποίας βλέπουμε ἐδῶ τίς πρῶτες καταβολές, εἶναι ἡ κοινή ρίζα καί τῆς δημοκρατίας καί τῆς φιλοσοφίας. Ὅπως τόνισα ἤδη ἀρχίζοντας, ἡ ἀμφισβήτηση τῶν νόμων, μέ τήν τρέχουσα σημασία τοῦ ὄρου, ἐκφράζεται μέ τήν ἐρώτηση: Ποιός εἶναι κύριος; Ποιός ἄρχει τῆς πόλεως; Ὁδηγεῖ στήν κοινωνική πάλη ἐναντίον τῆς ἀριστοκρατίας καί ἔχει σάν ἀποτέλεσμα τήν δημοκρατία. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς θεσμισμένης κοινωνικῆς παράστασης γιά τόν κόσμο παίρνει τήν μορφή τῆς φιλοσοφικῆς ἐρώτησης. Θέτει τό ἐρώτημα: Τί εἶναι κόσμος; Τί σημαίνει ὅταν λέμε ὅτι κάτι εῖναι; Ποιά εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στό εἶναι καί τό φαίνεσθαι; Τί εἶναι ἀλήθεια καί τί ἁπλῶς γνώμη;
Ὁ Θαλής, ἀπό τους πρώτους πού ἔθεσαν τά ἐρώτηματά αὐτά καί προσπάθησαν νά δώσουν ἀπάντηση, χωρίς νά χαρακτηρίζει σάν μυθεύματα τίς μέχρι τότε ἰσχύουσες πεποιθήσεις, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι καμωμένος ἀπό ἕνα στοιχεῖο, πού ὅ ἴδιος ὀνομάζει: ὕδωρ. Ἀκολουθεῖ ὁ Ἀναξίμανδρος, ὁ ὁποῖος (πολύ σωστά κατά τήν γνώμη μου), λέει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι καμωμένος ἀπό ἕνα στοιχεῖο: τό ἄπειρο (ὄχι μέ τήν ἔννοια τοϋ ποσοτικοῦ ἀπείρου, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀπροσδιόριστου).
Γεννιέται ἔτσι ἡ φιλοσοφία, αὐτή ἡ ἀπέραντη καί διηνεκής ἀναζήτηση. Ἡ γέννηση της εἶναι ἀξεχώριστη ἀπ’ τό καταπληκτικό ἄνοιγμα πού συντελεῖται μέσα στήν ἀρχαία ἑλληνική κοινωνία, μέ τήν ἀμφισβήτηση τῶν παραδοσιακῶν παραστάσεων καί τῶν παραδοσιακῶν θεσμῶν. Τόν μοναδικό της χαρακτήρα τόν χρωστάει ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό μοναδικό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο δημιουργεῖται.
Πολλοί ἔχουν ἐπισημάνει ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλες φιλοσοφίες ἐκτός ἀπό τήν ἑλληνική. Πράγματι, καί στίς Ἰνδίες καί στήν Κίνα ὑπῆρξε ἑνός εἴδους φιλοσοφία. Σωστά, ὅμως, ἀπάντησαν ἄλλοι ὅτι φιλοσοφία, μέ τήν πραγματική ἔννοια, μόνο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπῆρξε, ἀπ’ ὅπου καί ξεκίνησε. (Ἄποψη πού ἔχει ἄλλο βάρος ὅταν προέρχεται ἀπό δυτικούς καί ἄλλο ὅταν προέρχεται ἀπό ἄτομα πού ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι πρέπει νά ξαναπάρουμε τήν Πόλη).
Τά ἐπιχειρήματα πού στηρίζουν τήν ἄποψη αὐτή εἶναι πολλά καί ποικίλα, στήν πλειοψηφία τους σχετικά μέ τό περιεχόμενο τῆς φιλοσοφίας. Κατά τήν δική μου γνώμη, τό βασικό ἐπιχείρημα ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἡ φιλοσοφία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν φιλοσοφία πολιτῶν πού συζητοῦν στήν ἀγορά μέ ἄλλους πολίτες, ἐνῶ ἡ φιλοσοφία στίς Ἰνδίες καί στήν Κίνα ἔμεινε φιλοσοφία Ἱερατείου, ἤ φιλοσοφία αὐλικῶν καί μανδαρίνων. Ἡ ἀμοιβαία γονιμοποίηση τοῦ πολιτικοῦ κινήματος μέ τήν φιλοσοφική ἐρώτηση εἶναι τό στοιχεῖο ἀκριβῶς πού χαρακτηρίζει ὅλη αὐτή τήν ἐποχή καί σφραγίζει τήν μοναδικότητα καί τῆς δημοκρατικῆς πόλης καί τῆς φιλοσοφίας πού ἀναπτύσσεται στό πλαίσιό της. Ἀπό τή μιά, οἱ φιλόσοφοι ἀπασχολοῦνται μέ πολιτικά ἐρωτήματα (αὐτό φαίνεται ἤδη στόν Ἠράκλειτο π.χ.), καί ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἴδια ἡ πολιτική ζωή ἀναγκάζει, κατά κάποιο τρόπο, τίς ἀναζητήσεις νά πᾶνε βαθύτερα. Δέν διερωτᾶται ἁπλῶς: Ποιός ἄρχει; ἀλλά καί: Πῶς μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ τό ποιός ἄρχει; Ἡ συζήτηση προεκτείνεται, δηλαδή, στό θέμα τῆς νομιμοποίησης τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τῶν πολιτικῶν καθεστώτων. Εἶναι δίκαιο νά ἄρχουν οἱ ὀλίγοι ἤ οἱ πολλοί; Καί τί σημαίνει δίκαιο; Συναντᾶ ἑπομένως τήν φιλοσοφική ἐρώτηση: Τί σημαίνει δίκαιο καί τί δικαιοσύνη; Ἐρώτηση πού ἔχει τόν ἴδιο χαρακτήρα μέ τήν ἀρχική φιλοσοφική ἐρώτηση: Τί καί πῶς εἶναι ὁ κόσμος;
6. Ἡ αὐτοθέσμιση
Ἡ ἀνάδυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων μέσα στήν ἀρχαία δημοκρατική πόλη (ἕνας μεγάλος ἀριθμός πόλεων γίνονται δημοκρατικές ἀπό τόν 8ο ὡς τόν 4ο αἰ., σχεδόν ὅλες δέ συνταράσσονται ἀπό τήν πολιτική πάλη, ἐκτός ἀπό τήν Σπάρτη πού εἶναι εἰδική περίπτωση) προκαλεῖ μιά τεράστια κίνηση αὐτοθέσμισης τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ἀναθεωρεῖ ἐκ βάθρων τόσο τήν πολιτική της ζωή ὅσο καί τήν παράσταση πού ἔχει τοῦ κόσμου.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ αὐτοθέσμιση δέν συνίσταται σέ μιά συγκεκριμένη καί τελειωτική πολιτική μορφή ἡ ὁποία διαμορφώνεται μιά γιά πάντα. Ἡ πολιτική ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν, ἀπό τίς καταβολές της (δηλαδή, ἀπό τήν στιγμή ποῦ οἱ κληρονομικοί ἄρχοντες ἀντικαθίστανται ἀπό ἐκλεγόμενους, ἀρχικά ἀνάμεσα ἀπό τά μέλη τῆς ἀριστοκρατίας καί μέ ἰσόβια θητεία, στή συνέχεια, γιά δέκα χρόνια κλπ.) μέχρι τήν φάση ποῦ περιγράφει ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθηναίων Πολιτεία, (γύρω στά 340 π.Χ.), δηλαδή λίγο πρίν νά καταλύσει ἡ μακεδονική κυριαρχία τήν ἀνεξαρτησία τῆς πόλεως, εἶναι μιά πολιτική ἱστορία συνεχοῦς δημιουργίας. Ἡ αὐτοθέσμιση δέν εἶναι κατάσταση, εἶναι διαδικασία πού ἐκφράζεται σάν δραστηριότητα μεταβολῆς τῶν «βασικῶν», «καταστατικῶν», «συνταγματικῶν» νόμων (τῆς πολιτείας δηλαδή) καί ἄλλων θεσμῶν, ὄχι ὅλων συλλήβδην καί ταυτοχρόνως, ἀλλά σταδιακά, σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες καί τίς περιστάσεις.
Ὁ Ἀριστοτέλης (τοῦ ὁποίου, εἰρήσθω ἐν παρόδω, οἱ πολιτικές ἰδέες ἔχουν ἐμπνεύσει πολλές ἀνοησίες στούς διάφορους σχολιαστές) λέει ἀναφερόμενος στήν ἔποχή του:
Ἁπάντων γάρ οὗτος αὐτόν πεποίηκεν ὁ δῆμος κύριον, καί πάντα διοικεῖται ψηφίσμασιν καί δικαστηρίοις, ἐν οἷς ὁ δῆμος ἔστιν ὁ κρατῶν. Καί γάρ αἱ τῆς βουλῆς κρίσεις εἰς τόν δῆμον ἐληλύθασιν. Καί τοῦτο δοκοῦσι ποιεῖν ὀρθῶς· εὐδιαφθορώτεροι γάρ [οἱ]ὀλίγοι τῶν πολλῶν εἰσιν καί κέρδει καί χάρισιν.
Ἀθηναίων Πολιτεία XLI,2
[Διότι ὁ δῆμος ἔγινε ὁ ἴδιος κύριος τῶν πάντων, καί τά πάντα διοικεῖ μέ τά ψηφίσματα καί μέ τά δικαστήρια ὅπου ὁ ἴδιος κατέχει τήν ἐξουσία. Πράγματι, καί οἱ ἀποφάσεις πού ἦταν ἄλλοτε στήν ἁρμοδιότητα τῆς βουλῆς περιῆλθαν στά χέρια τοΰ δήμου. Καί σ’ αὐτό φαίνεται νά ‘χουνε πράξει σωστά· διότι εὐκολότερα διαφθείρονται μέ τά κέρδη καί μέ τίς χάριτες οἱ ὀλίγοι παρά οἱ πολλοί].
Δοκοῦσι ποιεῖν ὀρθῶς : ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ μόνος φιλόσοφος μέ φρόνηση δέν λέει ὅτι ὁ λαός εἶναι ἀδιάφθορός. Πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά διαφθαρεῖ μέ τίς χάριτες καί μέ τά ὀφέλη (ἤ μέ τίς προεκλογικές ὑποσχέσεις), λέει, ὅμως, ὅτι διαφθείρεται δυσκολοτέρα ἀπό τους ὀλίγους: εὐδιαφθορώτεροι γάρ [οἱ]ὀλίγοι τῶν πολλῶν εἰσιν καί κέρδει καί χάρισιν.
Μιά ἀπό τίς πιό καταπληκτικές στιγμές αὐτῆς τῆς διαδικασίας αὐτοθέσμισης εἶναι ἡ περίφημη μεταρρύθμιση τοῦ Κλεισθένη (508-506), Γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία βλέπουμε ἕνα πολιτικό κίνημα, τό ὁποῖο δέν ἀντιμετωπίζει τήν ρύθμιση τῆς κοινωνίας ἀπό τήν ὅποια προέρχεται σάν κάτι δεδομένο πού ἐπ’ οὐδενί λόγῳ μπορεῖ νά θίγει, ἀλλά σάν ὕλη πολιτικῆς δράσης, πού μπορεῖ καί πρέπει νά μεταβληθεῖ προκειμένου νά θεσμιστοῦν νέες, πρόσφορες πολιτικές μορφές. Ὁ Κλεισθένης ἀναδιοργανώνει τίς φυλές τῆς Ἀττικῆς. Ἀπό τέσσαρες τίς κάνει δέκα. Καί, ὅπως γράφει ὁ Ἀριστοτέλης, θά μποροῦσε νά τίς κάνει δώδεκα, ὁπότε καί ὁ χρόνος πρυτανείας κάθε φυλῆς θά συνέπιπτε μέ τόν ἡμερολογιακό μήνα. Δέν τό κάνει, ὅμως, γιατί, στήν περίπτωση αὐτή, ¨η νεοσύστατη φυλή θά συνέπιπτε μέ τήν παλαιά τριττύ (τρίτον της παλαιᾶς φυλῆς, ἄρα δωδέκατον τοῦ συνολικοῦ πληθυσμοῦ), καί οἱ πολιτικοκοινωνικές ὁμάδες θά ἔμεναν οἱ ἴδιες. Προκειμένου νά κάνει κοινή συνείδηση τήν ριζική ἀλλαγή καί ἀναδιοργάνωση, ἀνακατατέμνει (πολιτικά: ὄχι οἰκιστικά, δέν εἶναι Πόλ-Πότ) τούς πολίτες σέ δέκα φυλές καί διαιρεῖ τό πολιτικό ἡμερολόγιο σέ ἰσάριθμους μῆνες (35 ἤ 36 ἥμερων). Μέ τόν τρόπο αὐτο δείχνει ὅτι ὅλη ἡ κοινωνική ζωή, ὡς ἕνα σημεῖο (διότι, φυσικά, δέν πρόκειται γιά τήν πλήρη ἀναδιοργάνωση τῶν πάντων), μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἀντικείμενο πολιτικῆς, δράσης.
7. Ὁ δῆμος
Κύριο χαρακτηριστικό της δημοκρατικῆς διαδικασίας εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ δῆμος βάζει τόν ἑαυτό του στό κέντρο τῶν πάντων. Ὅλοι οἱ ἀθηναϊκοί νόμοι ἀρχίζουν μέ τήν φράση: «ἔδοξε τῇ βουλή καί τῷ δήμω». Αὐτό μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι τό ψήφισμα πού ἄκολουθεϊ δέν προέρχεται ἀπό κάποια «ἐπιστημονική» ἀνάλυση οὔτε ἀπό ἠλεκτρονικό ὑπολογιστή. Ἀποφασίστηκε γιατί ἔτσι φάνηκε σωστό, ἔδοξε, στόν δῆμο.
α. Ποιός εἶναι ὁ δῆμος;
Ὁ δῆμος ἀποτελεῖται ἀπό τό σύνολο τῶν ἐνηλίκων ἀρρένων ἐλευθέρων Ἀθηναίων. Ἀσφαλῶς, γιά μᾶς ὑπάρχουν σ’ αὐτόν τόν ὁρισμό πράγματα ἀπαράδεκτα. Ὑπάρχει τό «ἐλευθέρων», πού ἀποκλείει τούς δούλους· ὑπάρχει τό «ἀρρένων», πού ἀποκλείει τίς γυναῖκες. Τό «ἐνηλίκων» εἶναι πιό προβληματικό διότι μᾶς παραπέμπει ἀμεσότερα σ’ ἕνα βασικό ζήτημα τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας καί τῆς πολιτικῆς πράξεως: τό ζήτημα τῆς ἰδρυτικῆς στιγμῆς κατά τήν ὁποία ἕνα σῶμα ἀποφασίζει ὅτι: «ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κυρίαρχοι καί ἐμεῖς ὁρίζουμε ἐπίσης ποιοί ἄλλοι συμμετέχουν σ’ αὐτή τήν κυριαρχία». Τό ζήτημα αὐτό πάντοτε θά ὑπάρχει. Ἐμεῖς, ἤ ἐγώ τουλάχιστον, σήμερα, λέμε ὅτι κάθε ἐνήλικο ἄτομο πρέπει νά συμμετέχει μέ ἀπολύτως ἴσα δικαιώματα σ’ ὅλες τίς πολιτικές ἐξουσίες. Πρόκειται γιά θέση πού ἐμεῖς διατυπώνουμε σχετικά μέ τήν συγκρότηση τοῦ κυρίαρχου σώματος καί ἡ ὁποία δέν ἀποδεικνύεται οὔτε γεωμετρικά οὔτε μέ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἐπιστημονικό τρόπο. Πρόκειται γιά θέση πολιτική, τήν ὁποία ὑπεύθυνα ἀποφασίζουμε καί υἱοθετοῦμε, ἐν γνώσει μας ὅτι δέν ἐξαλείφει ὅλά τά προβλήματα πού ὑπάρχουν.
Ἀκόμα καί στήν πιό ἐλεύθερη, αὐτόνομη, διεθνιστική κοινωνία θά πρέπει νά ἀποφασίζεται ἡ σύνθεση τοϋ ἐκλογικοῦ σώματος. Θά πρέπει, π.χ., νά ἀποφασίζεται ἄν στίς δημοτικές ἔκλογες μιᾶς πόλεως θά ἔχει δικαίωμα ψήφου. ὁποιοσδήποτε βρίσκεται στήν πόλη αὐτή, τήν στιγμή τῶν ἐκλογῶν. Ἐάν ὄχι, ποιό εἶναι τό ἐλάχιστο ὅριο χρόνου διαμονῆς μετά ἀπό τό ὁποῖο θά ἔχει κανείς τό δικαίωμα νά ψηφίζει; Αὐτό θά πρέπει νά ὁρισθεῖ ἀπό τήν κοινότητα, ἡ ὁποία καί θά ἐπωμισθεῖ τίς εὐθύνες καί τίς συνέπειες τοῦ ὁρισμοῦ. Ἡ ἄποψη «εἶμαι ἀνθρώπινο ὄν καί ψηφίζω σέ μιά κοινωνία ὅπου δέν ὕπαρχουν διακρίσεις», μπορεῖ νά καταλήξει, καί καταλήγει, στό ἀντίθετο ἀπ’ αὐτό πού θά ἤθελε νά εἶναι. Ὁ θεσμός τῆς ἐκλογῆς διακωμωδεῖται ἄν ὁ ὁποιοσδήποτε, χωρίς καμιά προϋπόθεση, καμιά συμμετοχή στήν πολιτική ζωή τῆς ὁμάδας γιά τήν ὁποία πρόκειται, καμιά πιθανότητα νά ὑποστεῖ τίς συνέπειες τῆς ψήφου του, ψηφίζει. Ψηφίζω, σημαίνει συμμετέχω πλήρως σέ μιά συγκεκριμένη πολιτική κοινότητα, ἡ ὁποία καί πρέπει κατά κάποιο τρόπο νά ὁριοθετεῖται. Δέν εἶναι δυνατό ὅλα τά δισεκατομμύρια τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γής νά ἀποφασίζουν μαζί καί ταυτοχρόνως γιά ὅλα τά θέματα, ὁπουδήποτε κι ἄν ἐμφανίζονται αὐτά. Θά πρέπει νά ὑπάρχει κάποια διαίρεση σέ μικρότερες κοινότητες καί κάποιο καταστατικό πού θά ρυθμίζει τά θέματα πού τίς ἀφοροῦν καί θά ὁρίζει ποιό εἶναι τό πολιτικό σῶμα καί ἀπό ποιά ἡλικία καί μετά συμμετέχει κανείς σ’ αὐτό. (Γιατί νά εἶναι τά εἴκοσι ἕνα χρόνια ἤ τά δεκαοκτώ, ὅπως ἀπεφάσισε ἡ δεξιά στήν Γαλλία κατεβάζοντας τό ὅριο ἐνηλικιώσεως;). Οὕτως ἤ ἄλλως θά πρέπει νά παρθεῖ κάποια ἀπόφαση ἡ ὁποία δέν ἐπιδέχεται ἀπόδειξη καί εἶναι, ὡς ἕνα σημεῖο, αὐθαίρετη.
6. Κατά ποιό τρόπο ἀσκεῖ ὁ δῆμος τήν ἐξουσία:
Τήν ἀσκεῖ ὡς ἄμεση δημοκρατία, δηλαδή χωρίς «ἀντιπροσώπους».
Πρίν ἀρχίσουν οἱ πολιτικοί φιλόσοφοι νά συζητοῦν γιά τήν πολιτική διαίρεση τῶν ἐξουσιῶν, ὁ Θουκυδίδης εἶχε ὁρίσει μέ μιά φράση ποιές εἶναι οἱ τρεῖς βασικές πολιτικές ἐξουσίες. Ὅταν θέλει νά χαρακτηρίσει μιά πόλη ὡς ἐλεύθερη, τήν ἀποκαλεῖ: «αὐτόνομο, αὐτόδικο, αὐτοτελή».
I. Αὐτόνομος, σημαίνει ὅτι δίνει ἡ ἴδια στόν ἑαυτό της τούς νόμους της. Μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι, στήν περίοδο τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ δήμου ἀποφασίζει μέ τά ψηφίσματά της, καί, μετά ἀπό συζήτηση στή βουλή τῶν πεντακοσίων, μέ τούς νόμους καί, ἰδίως, μέ τούς βασικούς καταστατικούς νόμους. Ὅπως ρητά λέει ὁ Ἀριστοτέλης, τόν 4ο αἰ., τά πάντα κατ’ οὐσίαν ἀποφασίζονταν μέ τά ψηφίσματα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου.
II. Αὐτόδικος, σημαίνει ὅτι τά δικά της δικαστήρια ἀποφασίζουν γιά ὅλες τίς ἀμφισβητήσεις πού εἶναι δυνατόν νά προκύψουν. Πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ στό σημεῖο αὐτο ὅτι τά δικαστήρια στήν Ἀθήνα δέν ἦταν ἐπαγγελματικά. Οἱ δικαστές ἦταν κληρωτοί. Ἡ ἰδέα ἐπαγγελματία δικαστή θά φαινόταν σ’ ἕνα ἀρχαίο Ἕλληνα ἐξωφρενική. Ἀπό τίς 30.000 ἐνηλίκους Ἀθηναίους κληρώνονταν κάθε χρόνο 6.000 ἐνδεχόμενοι δικαστές, μ’ ἕνα πολύπλοκο σύστημα, τό ὁποῖο διαρκῶς βελτιωνόταν, μέ σκοπό νά ἐξαλειφθεῖ κάθε δυνατότητα ἀπάτης, παρέμβασης ἤ ἐπηρεασμοῦ τῶν 501, 1.001 ἤ 1.501, οἱ ὁποῖοι, ἀναλόγώς της περιπτώσεως, ἀπάρτιζαν τό συγκεκριμένο δικαστήριο. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἕνα τυχαῖο δεῖγμα τοῦ λαοῦ, πού νομοθέτησε ψηφίζοντας ἕνα νόμο, καλεῖται, ὑπό τήν ἰδιότητα τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας, νά τόν ἐφαρμόσει. Ἔτσι, δέν ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά θεωρηθεῖ ὅτι ἕνας δεδομένος νόμος ψηφίστηκε μέ σκοπό νά παρθεῖ μιά συγκεκριμένη ἀπόφαση.
III. Αὐτοτελής, πού εἶναι καί τό πιό σημαντικό, σημαίνει ὅτι ἡ πόλις αὐτοκυβερνᾶται, μέ τήν πραγματική ἔννοια τῆς κυβερνητικῆς ἐξουσίας καί λειτουργίας, πού μεταφράζεται, μεταξύ ἄλλων, καί στό γεγονός ὅτι οἱ βασικές ἀποφάσεις τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῆς κοινότητας, εἴτε ἐσωτερικῆς εἴτε ἐξωτερικῆς φύσεως, παίρνονται ἀπό τήν Ἐκκλησία τοϋ δήμου: πόλεμος, εἰρήνη, συμμαχίες, δημόσια ἔργα, ἀνέγερση τοῦ Παρθενώνα, κλπ. Στό σημεῖο αὐτό ἔχω νά κάνω δύο παρατηρήσεις:
— Ἡ πρώτη ἀφορᾶ τήν ποιότητα τῶν ἀποφάσεων: Τήν ἐποχή τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, ὁ Δῆμος τῶν Ἀθηναίων ἀπαρτίζεται ἀπό 30.000 ἐνηλίκους. Κατά τήν γνώμη μου, ὅπως καί πολλῶν ἄλλων φυσικά, ἡ συμμετοχή στίς συνελεύσεις ἦταν πολύ μεγάλη, παρά τίς ἀποστάσεις πού ἔπρεπε νά διανύσουν οἱ ἀγρότες τῆς Ἀττικῆς. Πιθανότατα, τό ἥμισυ ἤ καί τά 2/3 τῶν πολιτῶν ἦταν παρόντες ὅταν ἐπρόκειτο νά συζητηθοῦν πολύ σοβαρά θέματα στήν Ἐκκλησία. Ἐπί δύο περίπου αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία τοῦ δήμου, δήλ. οἱ τεχνίτες καί οἱ ἀγρότες πού τήν συγκροτοῦν, πῆρε ἀποφάσεις, ἀπό τίς ὁποῖες τά 9/10 ἦταν ἀπολύτως σωστές. Πῆρε, βεβαίως, καί ἐγκληματικές, ὅπως ἡ καταδίκη τῶν στρατηγῶν τῆς ναυμαχίας στίς Ἀργινοῦσες. Πῆρε καί ἐσφαλμένες, ὅπως ἡ ἐκστρατεία στήν Σικελία, πού εἶναι ὅμως, γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, τό ἀντίστοιχο τῆς ἀποστολῆς ἀνθρώπου στή σελήνη. Πῆρε καί ἄριστες, ὅπως ἡ κατασκευή στόλου, ἰδέα καί συμβουλή τοϋ Θεμιστοκλῆ, πού ὁδήγησε στήν νίκη τῆς Σαλαμίνας. Σχετικά μέ τίς δύο αὐτές τελευταῖες ἀποφάσεις, πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ἀνήκουν σέ μιά κατηγορία πού ἐμεῖς σήμερα, ἐν τῇ βλακείᾳ μας, ἀναθέτουμε σέ τεχνικούς, στῶν ὁποίων τήν κρίση καί μόνο ἐπαφιόμαστε. Αὐτές τίς ἀποφάσεις τίς πῆρε ὁ Δῆμος.
— Ἡ δεύτερη ἀφορᾶ τόν αὐτοτελῆ χαρακτήρα τῆς κυβερνητικῆς ἐξουσίας.
Ἡ σημερινή πολιτική καί νομική φιλοσοφία παρουσιάζει σάν βασικές λειτουργίες τῆς κρατικῆς ἐξουσίας τήν νομοθετική, τήν δικαστική καί τήν ἐκτελεστική. Αὐτο εἶναι ἕνα εἶδος ἀκούσιας ἀπάτης ἤ ψεύδους, δεδομένου ὅτι ἀποσιωπᾶται ἔτσι μιά βασική ἐξουσία, ἡ κυβερνητική, ἡ ὁποία ἐπ’ οὐδενί λόγῳ μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ «ἐκτελεστική». Ὁταν μιά κυβέρνηση κυβερνᾶ, μέ κανένα τρόπο δέν ἔκτελεῖ. Ὅταν κηρύττει ἕνα πόλεμο, π.χ., δέν ἐκτελεῖ νόμους, μέ τήν ἔννοια πού ὁ τμηματάρχης β΄ ἐκτελεῖ ἕνα νόμο συγκεκριμενοποιώντας λεπτομέρειες πού ὁ νομοθέτης δέν μποροῦσε νά καθορίσει. Ὅταν μιά κυβέρνηση προκαλεῖ ἕνα πόλεμο, κάνει πολιτική, δηλαδή κυβερνᾶ (καλῶς ἤ κακῶς εἶναι ἄλλο θέμα). Ὅταν μιά κυβέρνηση διαμορφώνει, προτείνει καί κάνει τήν Βουλή νά ψηφίσει ἕνα προϋπολογισμό, τότε κυβερνᾶ. Πρόκειται ἐδῶ γιά τήν πραγματική κυβέρνηση τῆς πολιτικῆς κοινότητας καί γιά τήν πραγματική ἐξουσία, ἡ ὁποία, κατά κάποιο τρόπο, δέν ὑπάρχει οὔτε στά σύγχρονα νομικά συγγράμματα, οὔτε καί στήν σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία, ὀνομάζεται δέ ταπεινά (καί ἀπατηλά) ἐκτελεστική. Ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία δέν εἶναι κάν ἐξουσία, εἶναι μιά τρέχουσα διοίκηση τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία, κατά μέγα μέρος, στήν ἀρχαία
Ἀθήνα εἶχε ἀνατεθεῖ σέ δούλους, θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι ἄν ζούσαμε στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ διοικητής τῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδας θά ἦταν ἐνδεχομένως κάποιος ἐπιδέξιος δοῦλος Φοῖνιξ, Σύριος ἤ καί Ἕλληνας, πού, οὕτως ἤ ἄλλως, δέν θά ἐθεωρεῖτο σημαντικό πρόσωπο γιατί ἡ δουλειά του θά ἦταν ἁπλῶς ἐκτελεστική.
Ὅλα αὐτά, βέβαια, δέν σημαίνουν ὅτι στήν ἄμεση δημοκρατία δέν ὕπαρχουν ἀρχές ἤ, ἀκόμα, παρόλο ὅτι ἡ λέξη μπορεῖ νά πειράζει, ἄρχοντες: πολίτες, δηλαδή, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μιά συγκεκριμένη ἐπίσημη ἀποστολή ὁρισμένης χρονικῆς διάρκειας μέ συγκεκριμένα καθήκοντα καί μέ ἀντίστοιχα δικαιώματα.
Κατά τό μέγιστο μέρος, οἱ ἄρχοντες κληρώνονται. Οἱ ἐλάχιστοι πού ἐκλέγονται, φυσικά, ὄχι μόνο εἶναι ὑπεύθυνοι, ἀλλά (ἄλλη ἑλληνική δημιουργία) εἶναι ἀνακλητοί κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξουσίας τους, ὅπως, π.χ., οἱ στρατηγοί. Ἄν ἡ Ἐκκλησία βρεῖ βάσιμη μιά κατηγορία ἐναντίον κάποιου ἄρχοντα, τότε αὐτος μπορεῖ νά καθαιρεθεῖ ἀπό τό ἀξίωμά του.
8. Σύγκριση μέ τήν νεότερη ἀντίληψη
Ἔχουμε ἐδῶ τρεῖς τουλάχιστον βασικές διαφορές ἀπό τήν νεότερη ἤ τήν σύγχρονη Ἀντίληψη.
α. Ἡ Ἀντιπροσώπευση
Οἱ ἀρχαῖοι δέν γνωρίζουν τήν ὑποκριτική καί ἀπατηλή ἔννοια τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ λαοῦ, ὅπως δέν τήν γνωρίζουν καί οἱ μεγάλοι νεότεροι πολιτικοί φιλόσοφοι συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Ρουσσώ. Γιά τούς ἀρχαίους, τό ζήτημα δέν ἔμπαινε κάν, ὁ δέ λόγος εἶναι ἐμφανής. Ἀπό τήν στιγμή κατά τήν ὁποία, ἀμετάκλητα καί γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), ἀναθέτει κανείς τήν ἐξουσία σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους, ἔχει μόνος του ἀλλοτριωθεῖ πολιτικά. Ὁ Ρουσσώ ἔγραφε γιά τούς Ἀγγλους (γιατί τότε ἡ Ἀγγλία μόνο εἶχε κοινοβούλιο): Οἱ Ἀγγλοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι, ἐπειδή ἐκλέγουν τους βουλευτές τούς· εἶναι ἐλεύθεροι μία μέρα στά πέντε χρόνια. Στό σημεῖο αὐτό ὁ Ρουσσώ εἶναι, βέβαια, μᾶλλον ἐνδοτικός, διότι, φυσικά, οὔτε μιά μέρα στά πέντε χρόνια δέν εἶναι ἐλεύθεροι: αὐτό πού σκέφτεται κανείς, οἱ ἐπιλογές πού κάνει αὐτή τή μέρα ἔχουν ἤδη καθοριστεῖ (καί πολύ περισσότερο στή σημερινή ἐποχή) ἀπό τά προηγούμενα πέντε χρόνια: ἀπό τόν ἐκλογικό νόμο, ἀπό τά ὑπάρχοντα κόμματα, τούς ὑποψήφιους κλπ.
Ὑπάρχει, στό σημεῖο αὐτό, μιά βασική πολιτική ἀλλοτρίωση, πού οἱ ἀρχαῖοι δέν εἶχαν κάν ἀντιμετωπίσει ὡς πολιτική δυνατότητα, δεδομένου ὅτι θεωροῦσαν πώς κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντιπροσωπεύσει τόν πολίτη στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου. Μ’ ἄλλα λόγια, δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ θεολογική ἰδέα σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ κυρίαρχη ὑπόσταση τοῦ λαοῦ, μετά ἀπό μιά μυστηριώδη χημική διαδικασία, συμπυκνώνεται μιά Κυριακή καί, μέσω ἐπιφοιτήσεως, βρίσκει σκήνωμα σέ 300 ἄνθρωπους, οἱ ὁποῖοι τήν διατηροῦν καί τήν μεταφέρουν ἐνσαρκώνοντάς την γιά πέντε χρόνια μέχρι, ξαφνικά, στά πέντε χρόνια ἀπάνω, νά ξαναδιαλυθεῖ μέσα στόν λαό πού τήν ξανασυμπυκνώνει καί τήν μεταφέρει στούς 300 κ.ο.κ.
β. Οἱ ἐκλογές
Τό δεύτερο χαρακτηριστικό μπορεῖ νά φανεῖ παραδοξολογία καί ἴσως ἐρεθίσει μερικούς - τόσο τό καλύτερο ἄλλωστε. Γιά τούς ἀρχαίους, ἡ ἀρχή καί ἡ ἰδέα ταῆς δημοκρατίας δέν εἶναι καθόλου αὐτο πού νομίζουμε ἐμεῖς σήμερα, δηλαδή οἱ ἐκλογές.
Εἶναι ἡ ψῆφος, βεβαίως, (ψήφιζαν, ναί ἤ ὄχι, γιά τά διάφορα θέματα). Δέν θεωροῦσαν ὅμως ὅτι οἱ ἄρχοντες ἐκλέγονται. Ἐκτός ἀπό ὁρισμένες ἐξαιρέσεις, στίς ὁποῖες ἤδη ἀναφέρθηκα, οἱ ἄρχοντες ἀναδεικνύονται μέ κλῆρο. Ἀπό τόν Ἡρόδοτο μέχρι καί τόν Ἀριστοτέλη, θεωροῦσαν (καί ἐφιστῶ τήν προσοχή στό σημεῖο αὐτό) ὅτι οἱ ἐκλογές εἶναι θεσμός ἀριστοκρατικός. Κι ἄν τό καλοσκεφθεῖ κανείς, τό πράγμα εἶναι προφανές. Ἐκλέγει κανείς αὐτούς πού θεωρεῖ ἄριστους, ἐνῶ, ταυτόχρονα, κάθε ὑποψήφιος προσπαθεῖ νά πείσει τούς ἐκλογεῖς ὅτι εἶναι ἄριστος. Βέβαια ἡ λέξη ἄριστος ἔχει διπλή σημασία (τήν σημασία τῆς καταγωγῆς καί τήν σημασία τῆς ἐγγενοῦς ἀξίας τοῦ ἀτόμου). Ἀλλά γιά τούς ἀρχαίους, ἡ ἐκλογή εἶναι, κατά κύριο λόγο, ἀρχή ἀριστοκρατική.
Στό σημεῖο αὐτό ὑπεισέρχεται καί ἕνα ἄλλο κεφαλαιῶδες θέμα, τό θέμα τῆς ἁρμοδιότητας. Γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική ἄντιληψη, δέν ὑπάρχουν ἁρμόδιοι στόν πολιτικό τομέα· ἡ γνώμη ὅλων βαραίνει τό ἴδιο. Δέν ὑπάρχει ἐπιστήμη ἤ τέχνη - μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική ἔννοια τοῦ ὅρου - τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, ἡ γνώση τῆς ὁποίας νά ἐπιτρέπει στούς κατόχους της νά θεωροῦνται καλύτεροι ὡς κυβερνῆται. Στά πεδία ὅπου ἀναμφισβήτητα ἀπαιτεῖται τέχνη ἤ εἰδικές γνώσεις, οἱ Ἀθηναῖοι διεξάγουν ἐκλογές. Ἐκλέγουν, π.χ., κάθε χρόνο δέκα στρατηγούς σέ στρατιωτικά ἀξιώματα. Σ’ αὐτο τό πεδίο μπαίνει πράγματι ζήτημα ἐπιλογῆς τοῦ ἀρίστου, ὁ ὁποῖος καί διακρίνεται ἀπ’ ὅ,τι ἔχει ἤδη κάνει, ἀπ' ὅλη του τήν συμπεριφορά κλπ. Δεδομένης βέβαια τῆς σημασίας πού εἶχε τότε ὁ πόλεμος, οἱ στρατηγοί παίζουν, κατά κάποιο τρόπο, πολιτικό ρόλο.
Σημασία, ὅμως, ἔχει ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ζήτημα ἀναδείξεως μέ ἐκλογή μπαίνει μόνο ὅπου ὑπάρχει τεχνική ἁρμοδιότητα, ὁπότε καί ἔχει νόημα νά διαλέξει κανείς τόν καλύτερο τεχνίτη.
Ἐμφανίζεται, ἑπομένως, τό ἐρώτημα: Ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νά διαλέξει τόν καλύτερο τεχνίτη; Εἶναι καταπληκτικό ὅτι, τόσο γιά τήν κοινή γνώμη τῶν πολιτῶν, ὅσο καί γιά τόν πιό ἀντιδραστικό καί κατ’ ἐξοχήν ἀντιδημοκρατικό φιλόσοφο, δηλαδή τόν Πλάτωνα, ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, πού διαρκῶς ἐπανέρχεται, εἶναι ἡ ἴδια: Ὁ ἁρμόδιος νά διαλέξει τόν καλύτερο τεχνίτη δέν εἶναι ἕνας ἄλλος τεχνίτης ἀλλά αὐτός πού χρησιμοποιεῖ τό προϊόν της ἐργασίας του. Ὁ καβαλάρης εἶναι ὁ ἁρμόδιος νά ἐκφέρει γνώμη γιά τόν καλύτερο πεταλωτή ἤ σαμαρτζή καί ὄχι ἕνας ἄλλος πεταλωτής. Συνεπῶς, αὐτός πού ἐνδείκνυται νά διαλέξει τόν καλύτερο πολιτικό, εἶναι αὐτός πού χρησιμοποιεῖ τίς πολιτικές του ἱκανότητες, δηλαδή ὁ λαός. Κρίνοντας ἀπό τό ἀποτέλεσμα, δηλαδή τίς ἐπιλογές πού κάνανε οἱ Ἀθηναῖοι, καταλαβαίνει κανείς ὅτι κάποιο δίκιο ὑπαρχει στήν ἰδέα αὐτή. Διάλεξαν ἀνθρώπους σάν τόν Θεμιστοκλῆ καί τόν Περικλῆ, βράβευσαν τραγωδίες σάν τήν Ἀντιγόνη κλπ.
γ. Τό κράτος
Τό τρίτο σημεῖο πού πρέπει νά θιγεῖ εἶναι ἡ περίφημη ἔννοια τοῦ κράτους. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική πόλις δέν μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ κράτος μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ὁ ὅρος αὐτός σήμερα, δηλαδή τήν ἔννοια ἑνός μηχανισμοῦ ἀνεξάρτητου καί ξέχωρου ἀπό τήν κοινωνία. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική κοινότητα εἶναι πόλις, πολιτεία καί ὄχι κράτος. Ὅταν οἱ Νεοέλληνες, μέ τήν βοήθεια τῶν προστάτιδων δυνάμεων καί τῶν Βαυαρῶν, ἐφτίαξαν τό σύγχρονο ἑλληνικό κράτος, πήρανε τήν λέξη αὐτή ἀπό τά ἀρχαῖα ἑλληνικά ὅπου δηλώνει, ἁπλῶς καί ὀρθότατα, τήν ὠμή βία.
Οἱ ξένοι φιλόλογοι, καί ἰδίως οἱ Γερμανοί, μεταφράζοντας τήν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα μέ τόν τίτλο Der Staat, δημιουργοῦν τεράστια παρεξήγηση. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ ΄39 οἱ Waffen-SS ἐδημοσίευσαν μιά γερμανική μετάφραση τοῦ Ἐπιταφίου του Περικλῆ, τοῦ ὑψηλότερου δημοκρατικοῦ κειμένου πού ἔχει ποτέ γραφεῖ. Στήν μετάφραση αὐτή, ἡ ἀντικατάσταση τῆς λέξεως «πόλις» ἀπό τήν λέξη «Κράτος» ἀρκεῖ γιά νά κάνει τό κείμενο περίπου ναζιστικό. Λέει ὁ Περικλῆς: «οἱ ἄνθρωποι αὐτοί θυσίασαν τόν ἑαυτό τους γιά τήν πόλη». Τί εἶναι ἡ πόλις; Σύμφωνα μέ τόν Θουκυδίδη: «ἄνδρες γάρ πόλις», πόλις εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι. Ἑπομένως, ἡ φράση τοῦ Περικλῆ σημαίνει ὅτι οἱἄνθρωποι αὐτοι θυσίασαν τόν ἑαυτό τους γιά τούς ἄλλους, γιά τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς κοινότητας. Αὐτό στά γερμανικά ἀποδίδεται μέ τό: «θυσίασαν τόν ἑαυτό τους γιά τό κράτος».
Τό ἴδιο καί μέ τό περίφημο βιβλίο τοῦ Ἀριστοτέλη πού ἀνακαλύφθηκε τόν XIX αἰ., τήν Ἀθηναίων Πολιτεία. Καθηγητές πανεπιστημίου, ἑλληνιστές πού ξέρουν ἑλληνικά ἑκατό φορές καλύτερα ἀπό μένα, μεταφράζουν: Ἡ Πολιτεία τῶν Ἀθηνῶν, λάθος στοιχειῶδες, γιά τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά ἀπορρίπτεται πρωτοετής φοιτητής καί τό ὁποῖο ὀφείλεται, φυσικά, σέ προβολή σχημάτων τῆς ἐποχῆς τῶν μεταφραστῶν. Γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες δέν ὑπάρχει Πολιτεία τῶν Ἀθηνῶν. Ἀθῆναι εἶναι γεωγραφική ἔκφραση. Ἡ πόλη εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι. Ἄνδρες γάρ πόλις. Ὁ Θουκυδίδης δέν μιλάει ποτέ γιά Ἀθήνα ἤ καί γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη πόλη. Ὅταν πρόκειται γιά τήν πόλη λέει: οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ Κορίνθιοι, οἱ Μυτιληναῖοι. Λέει: Ἀθήνα, Κόρινθος κλπ. ὅταν πρόκειται γιά τόν τόπο. Ἡ πόλις ὄεν εἶναι γεωγραφικός προσδιορισμός. Πρίν ἀπό τήν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνος, ἀπελπισμένος ὁ Θεμιστοκλῆς γιατί οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες δέν δέχονται τά ἐπιχειρήματά του νά δοθεῖ ἡ μάχη στό μέρος αὐτό ἀπειλεῖ λέγοντας: ἐμεῖς (πού ἔχουμε τά περισσότερα καράβια) θά φύγουμε καί θά φτιάξουμε μιά ἄλλη πόλη ἀλλοῦ, στήν Ἰταλία. Μέ αὐτό ἐννοεῖ ὅτι ἡ Ἀθήνα θά εἶναι ἐκεῖ πέρα, ὅτι ἡ Ἀθήνα εἶναι ἐκεῖ πού εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι καί ὄχι οἱ Ἀθηναῖοι ἐκεῖ πού εἶναι ἡ Ἀθήνα. Κι ὅμως, ἕνας Θεός ξέρει ἄν οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν συνδεδεμένοι μέ τήν γῆ τους. θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ὡς τούς μόνους αὐτόχθονες Ἕλληνες, θεωροῦσαν ὅτι εἴχανε φυτρώσει μέσα ἀπό τήν γῆ. Ἡ ἐδαφική ἀντίληψη τῆς πολιτικῆς κοινότητας εἶναι σύγχρονη ἀντί-λήψη. Ἀρχίζει στούς ρωμαϊκούς χρόνους καί κορυφώνεται μέ τήν φεουδαρχία.
Θά σταματήσω ἐδῶ, ἄν καί θά εἶχα πολλά νά προσθέσω, θά προσπαθήσω μόνο, συνοψίζοντάς τους σέ λίγες φράσεις, νά κάνω σαφέστερους τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ὅλα αὐτά διατηροῦν μιά ἐξαιρετική ἐπικαιρότητα.
θά ὑπενθυμίσω ὅτι κάθε φορᾶ πού ξεκίνησε ἕνα πραγματικά δημοκρατικό πολιτικό κίνημα στούς τελευταίους αἰῶνες - κι αὖτο ἰσχύει κατ’ ἐξοχήν γιά τίς ἀρχές του ἐργατικοῦ κινήματος - ξαναεφεῦρε, ξαναεπινόησε, ξαναδημιούργησε μερικές ἀπό τίς βασικές ἰδέες γιά τίς ὁποῖες μιλήσαμε σήμερα.
Ἡ ἴδεά της ἄμεσης δημοκρατίας βρίσκεται σαφῶς στήν ἀμερικανική ἔπανασταση τοῦ 1776. Τά Town Hall Meetings, δηλαδή οἱ συνελεύσεις ὅλων τῶν πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν ἀπό κοινοῦ γιά τήν συμμετοχή στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἄγγλων, γιά τούς φόρους, γιά τό Σύνταγμα τῆς Πολιτείας ἤ τῆς Ὁμοσπονδίας, ἔχουν τεράστια σημασία. Ἀκόμα καί σήμερα, ὁ θεσμός αὐτός διατηρεῖ μιά κάποια ζωτικότητα στήν σύγχρονη Ἀμερική, μέ τήν μορφή τῆς ἄμεσης συμμετοχῆς τῶν πολιτῶν στίς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν μονάδων αὐτοδιοικησης.
Πολύ περισσότερο συναντᾶ κανείς τό στοιχεῖο αὐτό στούς κανονισμούς πού θέσμισαν τά ἀγγλικά συνδικάτα τά πρῶτα πενήντα ἤ ἑξῆντα χρόνια της ὑπάρξεώς τους. Τά μέλη τῶν συνδικάτων κατελάμβαναν ἐκ περιτροπῆς ὅλες τίς ὑπεύθυνες θέσεις. Ὄχι μόνο δέν ὑπῆρχαν μόνιμοι ἄρχηγοί - τους ὁποίους ἀργότερα πολύ σωστά ὀνομάζουμε γραφειοκράτες τῶν συνδικάτων - ἀλλά δέν ὑπῆρχαν κάν ἐκλεγόμενοι. Οἱ ἐπικεφαλῆς θήτευαν ἐκ περιτροπῆς.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Λένιν, σ’ ἕνα ἀπ’ τά νεανικά του ἔργα, χαρακτηρίζει αὐτό τόν τρόπο ὀργάνωσης σάν πρωτόγονη δημοκρατία. Στή συνέχεια, στό Κράτος καί Ἐπανάσταση, ὅπου ὑπεραμύνεται τρόπον τινά τῆς ἀμέσου δημοκρατίας, τόν ἀποκαλεῖ, ἀκριβῶς, ἄμεση δημοκρατία καί τόν ἐπαινεῖ. Ἡ τρίτη φάση τοῦ δράματος εἶναι, φυσικά, αὐτό πού ἔκανε ὁ ἴδιος μετά ἀπό τόν Ὀκτώβρη, ὅπου οὔτε ἄμεση, οὔτε ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία ὑπαρχει· ἀλλά αὐτό βέβαια εἶναι μιά ἄλλη ἱστορία.
Δεύτερο στοιχεῖο: ἡ ἀνακλητότητα. Ἡ ἀνακλητότητα τῶν ὑπευθύνων ἦταν ἕνας ἀπό τους θεσμούς τῆς Κομμούνας τοϋ Παρισιοῦ - γιά τόν ὁποῖο καί τήν ἐπαίνεσε ὁ Μάρξ. Αὐτο σημαίνει ὅτι κάθε ὑπεύθυνος εἶναι ἀνακλητός διαρκῶς ἀπ’ αὐτούς πού τόν ἐξέλεξαν, ἀσχέτως τακτῶν προθεσμιῶν ἐκλογῆς κλπ. Τήν ἀνακλητότητα τήν συναντᾶμε ἐπίσης στήν ἀρχή τῆς ἐκλογῆς τῶν ἀντιπροσώπων στά πραγματικά σοβιέτ, πρίν νά ὑποδουλωθοῦν τελείως στό Κόμμα. Ἴσχυσε καί στά ἐργατικά συμβούλια στήν Ἰταλία καί στήν Γερμανία τό ‘20-‘21, ὅπως καί στήν Οὔγγαρια τό ‘56.
Τέλος, ἄν καί δέν χρειάζεται κάν νά τό ὑπενθυμίσω, ἡ αὐτοκυβέρνηση, δηλαδή ἡ κατάργηση τῆς ἀντινομίας μεταξύ κράτους-ἀνεξάρτητου μηχανισμοῦ ἀφ’ ἑνός καί κοινωνίας ἀφ’ ἑτέρου, μέ τήν ἀναδημιουργία μίας πραγματικῆς πολιτικῆς κοινότητας, μιᾶς κοινωνικῆς ὁμάδας πού εἶναι ἱκανή νά ἀντοκυβερνᾶται, πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα ἐξωτερικό μηχανισμό ἐξειδικευμένο καί ἐπιφορτισμένο μέ τό ἔργο αὐτό, ἦταν καί παραμένει ἕνας ἀπό τους κεντρικούς σκοπούς κάθε κινήματος πού ἐπιδιώκει μιά ριζική ἀναμόρφωση τῆς σημερινῆς κοινωνίας πρός τήν κατεύθυνση μιᾶς αὐτόνομης κοινωνίας μέσα στήν ὁποία νά ζοῦν αὐτόνομα οἱ ἄνθρωποι
[1] «Ἡ κοινωνία κάνει νά ὑπάρξει ἕνας κόσμος σημασιῶν καί ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀναφερόμενη σ’ ἕνα τέτοιο κόσμο», Κ. Καστοριάδης, Ἡ φαντασιακή θέσμιση τῆς κοινωνίας, ἔκδ. Ράππας, Ἀθήνα 1981, σέλ. 499.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου