Έσκυψα πάνω σε πανέρια, μ’ ανατολής μπαχαρικά
και μοσχοβόλησα τα στήθια, μ’ αρώματα βασιλικά.
Φόρεσα πέπλα και πορφύρα, διάφανα και μεταξωτά,
έλουσα τα μαλλιά με μύρα, στην πλάτη τα ΄ριξα λυτά…
Μ’ ώριμου κίτρου πυρετό έλαμψα των ματιών τ’ ασπράδι,
τα τοξωτά φρυδιών γιοφύρια σκίασε δάφνης ανθοκλάδι.
Η λακουβίτσα στον λαιμό μου ήπιε γαρδένιας ευωδία,
κι ο απαλός λοβός τ’ αυτιού μου ντύθηκε ηλίανθου μανδύα.
Στα μάγουλά μου κοκκινάδι της παπαρούνας η φωτιά,
φράουλας άπλωσα το λάδι στων δυο χειλιών την πυροστιά.
Το στήθος φούσκωσα με ρόδου οργασμική ανατολή
και γυάλισα τον αφαλό μου μ’ αψύ κρασί που πυρπολεί.
Μα ό,τι κι αν κάνω, αγαπημένε, λίγο φαντάζει και τρωτό,
ίσως τα μάγουλα που καίνε το πιο γλυκό να ’ναι πιοτό.
Ίσως τα χείλη που αφρίζουν μέλι τον πόθο μου για σε
να ’ναι μπαχάρια που αχνίζουν στων λαγονιών μου τον μπαχτσέ.
Έτσι, λοιπόν, θα με προσφέρω στου έρωτά σου την πυρά,
άλλη γητειά εγώ δεν ξέρω που θα μ’ ανάψει αιματηρά.
Ένα ποτάμι που αφρίζει απ’ των ποδιών μου την πηγή,
Τούτο βασίλισσα με χρίζει στης ηδονής σου την κραυγή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου