Τόσες μέρες, άι, τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;
Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πώς και πότε.
Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.
Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.
Πού να ‘ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα ματιά σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερικοκιές.
Γι’ αυτό αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
σημαιοστόλιστος και πενθηφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο, σαν το φιλί.
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;
Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πώς και πότε.
Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.
Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.
Πού να ‘ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα ματιά σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερικοκιές.
Γι’ αυτό αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
σημαιοστόλιστος και πενθηφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο, σαν το φιλί.
Pablo Neruda (12 Ιουλίου 1904 - 23 Σεπτεμβρίου 1973)
Εστραβαγάριο, μτφρ.: Δανάη Στρατηγοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου