Ἔτσι ἀπόμακρη, πανέμορφη
στὸ ἐβένινο κρεβάτι
πού’ χες ἁπλώσει τὰ εἴκοσι δυό σου χρόνια
μακάρι νά’ σουν ἡ «ὡραία κοιμωμένη»
μ’ ἐκεῖνο τὸ μαγικὸ φιλὶ μετέωρο
στὸν τροῦλο τοῦ ναοῦ
νά ῤθεῖ νὰ σ’ ἀναστήσει.
Ἀντὶ λοιπὸν νά ‘μαι προσηλωμένη στὴν ἀκολουθία
τὰ παλληκάρια παρακολουθοῦσα νὰ διαλέξω ποιό
σὲ χαρὰ τό ξόδι θὰ μετέστρεφε
ποιό σ’ ἄφησε νὰ τρυπηθεῖς
μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνελέητο ἀδράχτι.
Τὸν Δία ἔψαχνα ποὺ ἔγινε ἀκόμα
καὶ χρυσὴ βροχὴ γιὰ νὰ σ’ ἀποπλανήσει.
Ἔτσι μὲ παραμύθια καὶ μὲ μύθους ἀπομακρυνόμουν
ἀπὸ τὴν Ὁμόνοια, τὴν πρέζα καὶ τὴν ἡρωίνη.
Οὔτε κατάλαβα πότε τὸ τέλος ἔφτασε
πότε μᾶς μοίρασαν ρόδα λευκὰ
ἀπὸ τὴν ἀνθοδέσμη σου καὶ μπομπονιέρες
ἀπὸ τὸ γάμο σου, Δανάη
ποὺ ἦταν ἄδικο ἀπόψε νὰ μὴν γίνει.
Αμείλικτα γαλάζιο,2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου