Ἕνα μοναχικὸ δέντρο, γυμνό, χωρὶς φύλλα, μὲ τὸν κορμό του λεῖο καὶ κατακόρυφο, ἀνέβαινε σταθερὰ πάνω ἀπ’ τὴν ἀκινησία τῶν λέξεων.
Καὶ στὰ λιγοστὰ κλαδιὰ ποὺ ἦταν ὅλα συγκεντρωμένα στὸ ψηλότερο σημεῖο του, σχηματίζοντας ἕνα λυγισμένο μεγάλο στεφάνι, κάθονταν τὰ μαῦρα πουλιά.
Κάτω, στὶς σκαμμένες ἐπιφάνειες τῶν χειρογράφων του, καὶ πίσω ἀπ’ αὐτές, ἡ ἄπνοια τῶν ἤχων καὶ τῶν ὀνομάτων, συνεχιζόταν τὸ ἴδιο βουβὴ καὶ τελεσίδικη, καθὼς ἡ σκόνη τῆς φωνῆς του εἶχε πετρώσει μέσα στὶς στοὲς καὶ τοὺς λαβύρινθους τῶν συλλαβῶν.
Καὶ μόνον ἐκεῖνα τὰ μαῦρα πουλιὰ ψηλά, μὲ τ’ ἀσυνήθιστα αἰχμηρὰ σὰν ξίφη ράμφη τους καὶ τὶς κίτρινες γραμμὲς γύρω ἀπ’ τὸ λαιμὸ καὶ τὰ τριγωνικά τους μάτια, ποὺ στέκονταν ἀκίνητα πάνω στὰ γυμνὰ κλαδιὰ καὶ τὸν κοιτοῦσαν ἐπίμονα καὶ διαπεραστικά. Δὲν ἤξερε τί ζητοῦσαν αὐτὰ τὰ παράξενα πουλιὰ ἐκεῖ πάνω. Οὔτε πόσα, ἀκριβῶς, ἦταν ἤξερε.
Ὅταν προσπαθοῦσε νὰ τὰ μετρήσει, τὸ καταλάβαιναν ἀμέσως κι ἀντιδροῦσαν μὲ βιαιότητα γιὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν.
Χόρευαν ζωηρά• ἄλλαζαν μεταξύ τους θέση στὰ κλαδιά• πετοῦσαν γύρω ἀπ’ τὸ δέντρο κι ἔφευγαν ψηλά, ξεφωνίζοντας πολὺ ἐνοχλημένα.
Οὔτε καὶ γιὰ τὴ θέση, ὅπου τοῦ παρουσιάζονταν κάθε φορά, ἦταν σίγουρος.
Ἐκεῖ ποὺ βεβαιωνόταν, ὅτι τὸν κοιτοῦσαν ἀπ’ τὰ γυμνὰ κλαδιὰ τοῦ κατακόρυφου δέντρου, ἀπὸ μακριά του δηλαδή, ξαφνικά, ἔρχονταν τόσο κοντά, στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, ὥστε σχημάτιζε ἀμέσως τὴν ἐντύπωση, πὼς ἂν σήκωνε τὸ χέρι του πρὸς αὐτά, θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ τὰ διώξει.
Μόλις, ὅμως, ἑτοιμαζόταν νὰ κινηθεῖ ἐναντίον τους• ν’ ἁπλώσει τὰ χέρια του• ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κείνη τὴν ἀνυπόφορη, τὴ διαπεραστικὴ ματιά τους, τά ’βλεπε ξαφνιασμένος ψηλά, ξεκομμένα καὶ λεύτερα, νὰ στριφογυρίζουν κράζοντας μέσα σ’ ἕν γυάλινο φῶς, μὲ ταχύτητες ποὺ συνεχῶς μεγάλωναν.
Αὐτὰ τὰ μαῦρα πουλιὰ ἐμφανίστηκαν ξαφνικά. Καὶ χωρὶς νὰ τὸν προειδοποιήσουν.
Ἦρθαν μὲ τὴν ἄπνοια μέσ’ στὰ χειρόγραφά του, καὶ πάνω ἀπ’ αὐτά, ὅταν πάσκιζε νὰ κρατήσει, μὲ τὶς λέξεις, κοντά του, τὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα, ὅπου λύγιζαν καὶ κυμάτιζαν τὰ ἡλιοτρόπια, ἀνεβαίνοντας πρὸς τὸ δειλινό.
Στὴν ἀρχή, δὲν ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία. Τὸ ἀπέδωσε στὴν ἔνταση ἀπ’ τὸ πολὺ γράψιμο καὶ φαντάστηκε, πὼς ἂν ξεκουραζόταν ἀρκετά, θὰ ἡσύχαζε ἀπ’ τὴν ἐνοχλητική τους παρουσία. Καὶ σταμάτησε γιὰ λίγο νὰ γράφει.
Ἀλλά, ὅταν ξανάρχισε, τὰ μαῦρα πουλιὰ ἦταν πάλι ἐκεῖ.
Μπροστά του ἢ ψηλά. Στὰ γυμνὰ κλαδιά. Νὰ τὸν κοιτάζουν μὲ τὴν ἴδια ἐπιμονή.
Καὶ συνέχισαν νὰ ἐμφανίζονται χωρὶς προειδοποίηση καὶ χωρὶς ν’ ἀφήνουν πίσω τους σημάδια, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰν ἀνεξήγητη ταραχὴ ποὺ σκόρπιζε τὶς ἔννοιες καὶ τὶς διαδρομὲς μέσα στὰ χειρόγραφά του. Καὶ εἶχε ἀρχίσει ν’ ἀνησυχεῖ σοβαρὰ πολύ. Ἡ βεβαιότητα, πλέον, ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ τοῦ παρουσιάζονταν ξαφνικά, ἐνῶ αὐτὸς θὰ πάσκιζε, ξανά, νὰ ὁρίσει τὴν ἀγωνία του ἀνασταίνοντας τὶς λέξεις καὶ τὴ φωνή του, τὸν κρατοῦσε ξάγρυπνο κι ἔψαχνε νὰ βρεῖ τρόπους γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσει τὴν κατάσταση.
Κι ὅταν, μία μέρα, ἄκουσε, γιὰ πρώτη φορά, τὰ μαῦρα πουλιὰ νὰ μιλοῦν καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνουν συλλαβιστά, ὅλα μαζί, μὲ φωνὴ μεταλλική, ἕνα ὄνομα ἄγνωστο, τ’ ὄνομα Δα-δε-σπε-ρος! καὶ εἶδε, ταυτόχρονα, μέσα στὰ χειρόγραφά του, ἕνα πορφυρὸ παγώνι, μιὰ μεγάλη ἄδεια πλατεία, ἕνα ποτάμι νὰ λάμπει ζωγραφισμένο χωρὶς ὄχθες καὶ ψηλά, πάνω ἀπ’ τὴ χαράδρα, τὸν τυφλὸ ἰσορροπιστὴ νὰ περνάει τρέχοντας τὸ τεντωμένο σύρμα, ὅρμησε νὰ κλείσει• νὰ σφραγίσει τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο.
Τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, ὅμως, μόλις τὸ ἄγγιξε, ἐξαφανίστηκε μονομιᾶς καὶ στὴ θέση του ἀπόμεινε μιὰ μεγάλη στρογγυλὴ τρύπα, ἀπ’ ὅπου εἶδε καθαρὰ τὰ μαῦρα πουλιὰ νὰ χοροπηδοῦν, ξανά, πάνω στὰ γυμνὰ κλαδιά, ξεφωνίζοντας, χαρούμενα τώρα, σὰ νὰ τὸν περιπαίζανε γιὰ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθειά του νὰ τοὺς ξεφύγει.
*Ένα απόσπασμα από το συγκλονιστικό τελευταίο έργο που έγραψε ο συγγραφέας στο δωμάτιο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, το 2012, λίγο πριν από τον θάνατό του. Το αφήγημα περιλαμβάνεται στο ομώνυμο βιβλίο που εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου