Και κάποτε σαν πάμε στη δική μου χώρα
-ζευγάρι οι δυο μας με του ονείρου τα στεφάνια-
της μυστικής μου αγάπης τα πιο σπάνια
και πλούσια εκεί φυλάω για σένα δώρα.
Προκοσμικά βαθύσκιωτα περβόλια,
ροδοζωσμένα, χρυσομάρμαρα παλάτια,
απέραντα ανθολίβαδα, ανεμόποδα άτια,
και στα βαθιά μου απάγκια αραζοβόλια,
χρυσάρμενα καράβια τριπλοφτερωμένα
μας καρτερούν για τα πιο ωραία ταξίδια,
κι έχω του κόσμου όλα τα’ ατίμητα στολίδια,
και μια κορόνα ρηγικιά –κι όλα για σένα.
Και σα θα φύγομε για τη δική μου χώρα,
θα σε προσμένω αρόδου σα θα ξημερώνει,
με το μαϊστράλι πρίμα, δίπλα στο τιμόνι,
και θάρθεις μόνη, ταξιδιώτισσα ασπροφόρα.
Και μεσοπέλαα κάπου θα ξεσπάσει η μπόρα,
θα βογκοτρίζουν οι καρένες θα σφυράν τα ξάρτια,
μες στ’ αστραπόφωτο θ’ αστράφτουν τα χρυσά κατάρτια
και θάναι σαν του κόσμου η ύστερη ώρα.
Όμως εμείς, ορθοί στην πλώρη, τη μεγάλη
θενά τηράμε πάλη των κυμάτων γύρω,
από το αδρί της άρμης θα μεθάμε μύρο
και θα σου ανιστορώ της χώρας μου τα κάλλη.
Και κάποτε, σα φτάσομε στη χώρα,
τη μαγιωμένη χώρα τη δική μου πέρα,
μες στο χρυσό λιοβρόχι θ’ αντιλάμπει η μέρα
και θάναι σαν του κόσμου η πρώτη ώρα.
Και θάναι της αγάπης μας η πρώτη μέρα
γιορτής αυγή και σκόλη στης ψυχής την πλάση,
και προσευχής αμήν και ειρήνη πάσι
η πρώτη της αγάπης μας εσπέρα.
Και θάναι της αγάπης μας η νύχτα η πρώτη
βαθιά όσο γύρω ο ύπνος των κυμάτων
κι ηδονεμένη όσο τα ρίγη των θανάτων
στων πρώτων φιλημάτων την αιωνιότη.
Πηγή: Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης (1708-1989) του Σπύρου Κοκκίνη, Εστία 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου