Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Τόλης Καζαντζής -Ο ζωγράφος

Πολλά παιδιά απ’ την παρέα μας μετά την Κατοχή, μια μέρα δεν ερχόταν στο σχολείο ή ξαφνικά χανότανε απ’ τα παιχνίδια κι ύστερα δεν τους ξαναβλέπαμε. Ο Στέργιος, να πούμε, της κυρα-Ελπινίκης· ήταν το πιο αφρόπλαστο απ’ όλα τα παιδιά με σάπιο πάχος. Έλειπε συχνά πυκνά απ’ το σχολείο, ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε. Κάτι είπανε πως νοίκιασαν δωμάτιο στ’ Ασβεστοχώρι, απέναντι απ’ το Σανατόριο, πως ο πατέρας του ο κυρ-Νίκος ξετινάχτηκε, ακόμη κι ένα χωράφι πατρικό στο Χαρμάνκιοϊ το πούλησε. Όμως το Στέργιο δεν τον ξανάδαμε. Ούτε ρωτήσαμε. Τι να ρωτήσουμε; Σάματις δε βλέπαμε τα μαύρα; Όμως, παιδιά, δε θέλαμε πολλά για να ξεχάσουμε και μόνον όταν βλέπαμε την κυρά-Ελπινίκη ή τον κυρ-Νίκο, τότε μονάχα τον θυμόμασταν και, ποιος ξέρει γιατί, εξαφανιζόμασταν από μπροστά τους. Όμως τον κυρ-Νίκο τον είχαμε μπροστά μας κάθε μέρα κι όσο να τον αποφεύγαμε, αυτός μας ξετρύπωνε, τάχα για να μας δώσει καραμέλες ή στραγάλια. Μια φορά πάλι, είχα αρρωστήσει. Απ’ τα πολλά ερύκια που είχα φάει μ’ έπιασε τσίρλα και πυρετός και δε μου ‘φτανε το χάλι μου, είχα από πάνω και τη μάνα μου, που κάθε τόσο θύμωνε με τα καμώματά μου και μου ‘φερνε κάτι ανάποδες ξεγυρισμένες. Το πρώτο κιόλας βράδυ που αρρώστησα, ήρθε ο κυρ-Νίκος να με δει και μου ‘φερε ένα πακετάκι καραμέλες ευκάλυπτο. Μα όσο καθότανε δίπλα στο κρεβάτι μου, εμένα μ’ έζωναν κάτι ανεξήγητοι φόβοι και γινόμουνα χειρότερα. Φαίνεται το κατάλαβε ο άνθρωπος κι έφυγε και δεν ξανάρθε μέχρι που γίνηκα καλά. Δεν έλεγε να ησυχάσει ο κυρ-Νίκος με το χαμό του Στέργιου. Κι αυτός κι η κυρα-Ελπινίκη, φιλενάδα της μάνας μου, είχανε ρέψει κι ήτανε πια, σαράντα χρονώ άνθρωποι, σωστοί γέροι. Δεν ήτανε να πεις μικρό πράμα. Είδανε και πάθανε όσο να τον στεργιώσουνε το Στέργιο κι αυτό αφού πρώτα χάσανε δυο κοριτσάκια, μηνών ακόμη. Μετά έγινε ο Στέργιος που τους τον κράτησε ο Θεός. Δόλιο κράτημα. Δεν πέρναγε σχεδόν μήνας που να μην πιάσει το παιδί το στρώμα. Πολλές φορές, έκανε ολόκληρες βδομάδες στο κρεβάτι. Εμείς πάλι πηγαίναμε να του πούμε τα μαθήματα κι η κυρα-Ελπινίκη προσπαθούσε να μας κρατήσει όσο γινόταν περισσότερο με κάτι κουλουράκια και με τέτοια. Μα πού να μας κρατήσεις μέσα εμάς. «Καλύτερα να το ‘χαναν μωρό κι αυτό». Βαριά κουβέντα. Θα πεις· τι δυο, τι τρία; Ό,τι και να ‘λεγες όμως, οι άνθρωποι ήτανε να τους κλαις. Μονάχα να ‘βλεπες πώς λαχταρούσανε και με τα ξένα τα παιδιά…
Εκείνο τον καιρό, κοντά στο «Ιωαννίδειο», στο σχολείο μας, ήρθαν και κάτσανε ανταρτόπληχτοι. Διωγμένοι απ’ τα χωριά τους, πιάσανε με τα χίλια ζόρια ένα παλιό παπαδίστικο χτίριο, σαράβαλο σωστό, που είχε ακόμα απέξω στους σουβάδες σημάδια από σφαίρες. Εκεί μέσα, έλεγε, ο πατέρας μου, ήταν κρυμμένοι το δεκατρία Βούλγαροι στρατιώτες κι απέξω οι δικοί μας τους ρίχνανε. Μάλιστα ο πατέρας μου θυμότανε πως μικρό παιδί τότε, στην ηλικία μου, πήγαινε νερό και ψωμί στους τσολιάδες. Εκεί λοιπόν, σ’ αυτό το σαράβαλο, ήρθαν και κάτσανε χωριά ολόκληρα κουβαλώντας ό,τι πρόλαβε ο καθένας και φέρανε τη γειτονιά άνω κάτω. Γιατί πώς να το συνηθίσουν; Πώς να το καταλάβουνε απ’ τη μια στην άλλη πως δεν ήτανε πια στο χωριό τους; Εμένα όμως, το μόνο που με πείραξε ήταν που ‘ρθε στο σχολείο μας εκείνος ο πόντιος ο Κώτσος. Στην τάξη μας ήμουνα ο καλύτερος στη ζωγραφική. Ήμουν καλός και στ’ άλλα μαθήματα· όμως το έβλεπα, απ’ όλα πιο πολύ μετρούσε η ζωγραφική. Δεν ήταν μόνο που οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από δικές μου ζωγραφιές, ήτανε τ’ άλλα τα παιδιά που με θαυμάζανε κι είχαν ξεχάσει το παλιό μου παρατσούκλι «μπίτζος» και με φωνάζανε «ζωγράφο». Το ίδιο κι οι δάσκαλοι και τ’ αδέρφια μου στο σπίτι, που σαν πιο μικρό, μ’ είχανε του κλότσου και του βρόντου.
Μόλις όμως ήρθε ο Κώτσος, τα πράματα αλλάξανε. Στ’ άλλα μαθήματα ήτανε σκράπα. Χαμπάρι δεν έπαιρνε η χοντροκεφάλα του. Αν πεις για τα γραψίματα, παιδί τρίτης δημοτικού και δεν ήξερε πού να βάλει τον τόνο. Μια μέρα ο δάσκαλός μας ο κύριος Τρυφωνίδης μάς διάβασε μια έκθεση του Κώτσου έτσι όπως ήτανε τονισμένες οι λέξεις.
«Το πρώι οτάν σηκωνομαί, πλυνόμαι, ντυνόμαι, τρωώ» και τα λοιπά κι από κάτω τ’ όνομά του. «Κωντάντινος Παντέλιδης».
Σκάσαμε όλοι στα γέλια και πιο πολύ απ’ όλους εγώ, γιατί εντωμεταξύ είχα δει πώς ζωγράφιζε. Κι αυτός άλλο δεν έκανε. Μόνο ζωγράφιζε. Όπου έβρισκε, μ’ ό,τι έπεφτε στα χέρια του: Μολύβια, μπογιές, κιμωλίες, ακόμη και με καρφιά, ακόμη και με πέτρες ή με τα δάχτυλα πάνω στο χώμα. Κι ήταν οι ζωγραφιές του άλλο πράμα. Φράγκο δεν πιάνανε οι δικές μου μπροστά τους, τόσο που ούτε μου πέρασε απ’ το νου να προσπαθήσω να τον φτάσω. Το ‘ριξα και γω στο κορόιδεμα για τα μαθήματα, για τους τόνους, όμως έμεινα μονάχα με την κακία μου γιατί το «ζωγράφος» μού το ‘φαγε ο Κώτσος απ’ την πρώτη κιόλας μέρα και μένα μου ξαναβγήκε το παλιό το «μπίτζος». Ώσπου είδα κι απόειδα πως δε γινότανε κι αλλιώς, τον παραδέχτηκα κι ησύχασα και γινήκαμε με τον Κώτσο φίλοι αχώριστοι. Μάλιστα τον βοηθούσα και στα μαθήματα κι αυτός καλυτέρεψε πολύ και μου χάριζε ωραίες ζωγραφιές, που έφτιαχνε απ’ αυτά που διάβαζε στην ιστορία και στα θρησκευτικά. Στο σπίτι μας πάλι, τον αγαπούσαν όλοι, γιατί ήταν πραγματικά καλό παιδί και το βραδάκι το συμμαζεύαμε για να διαβάσει στη ζέστα και να φάει ό,τι βρισκότανε. Τα μεσημέρια πάλι, πήγαινε στο Φρουραρχείο, εκεί στα Δικαστήρια και περίμενε να πάρουν οι φαντάροι το φαΐ τους κι ύστερα ο μάγειρας να μοιράσει στ’ ανταρτόπληχτα το περίσσεμα. Και μαζί με τ’ άλλα παιδιά περίμενε κι ο Κώτσος μ’ ένα ντενεκεδένιο κουτί από αλίπαστα, που του ‘χε κάνει και χερούλι από σύρμα για να μη ζεματιέται. Κι ύστερα πήγαινε και μοιραζόταν το φαΐ με τη θεια του, το μόνο δικό του άνθρωπο που μένανε μαζί. Αυτή η θεία, νέα ακόμη, μια μέρα εξαφανίστηκε απ’ το χτίριο κι ύστερα από καιρό την είδαμε με εμπριμέ και παπούτσια από φελλό. Κι έμεινε ο Κώτσος μόνος του σε μια γωνιά στο χτίριο. Μετά το σχολείο δούλευε λουστράκι. Έφτιαξε μονάχος του το κασελάκι του και το ζωγράφισε μερακλίδικα με κλαράκια και πουλάκια. Μ’ αυτό το κασελάκι γύρναγε παντού. Δεν είχε στέκι, γιατί τον κυνηγούσανε όπου τον πετυχαίνανε οι άλλοι, οι παλιοί οιμ λούστροι. Γύρναγε κι αυτός παντού, στο πάρκο και στα καφενεία της παραλίας και της Αγίου Δημητρίου και το βραδάκι ερχότανε στο σπίτι μας.
Εκείνο το βράδυ ήρθε στο σπίτι μας η κυρα-Ελπινίκη και σαν είδε τον Κώτσο, τον ρώτησε πώς και τι κι ύστερα πήρε και του ‘δειχνε τα μαθήματα. Κι όταν πια νύχτωσε για καλά, σηκώθηκε να φύγει το παιδί και μαζί κι η κυρα-Ελπινίκη.
Περάσαν χρόνια για να μάθουμε τι έγινε από κει και πέρα. Λοιπόν, το βράδυ, η κυρα-Ελπινίκη πήρε στο σπίτι τους τον Κώτσο. Τον έπλυνε, τον καθάρισε και περιμένανε μαζί να ‘ρθει ο κυρ-Νίκος. Εκείνος πάντα πέρναγε τα βράδια απ’ τ’ αδερφού του, του μεγαλύτερου, το μαγαζί, «Οίνοι-Ποτά» στην Εγνατίας. Ήταν ένα βροχερό βράδυ κι εκεί στον μπάγκο του αδερφού του ήπιανε κάνα ούζο παραπάνω. Η κυρα-Ελπινίκη δεν έλεγε να ησυχάσει κι όταν άκουγε τα βήματα του αντρός της στη σκάλα έμεινε ακίνητη, βαστώντας την ανάσα της πλάι στο παιδί. Ο κυρ-Νίκος τους κοίταξε μονάχα και δεν είπε λέξη. Η γυναίκα του πήγε τον Κώτσο στου Στέργιου το δωμάτιο για ύπνο, κι ύστερα ψευτοφάγανε αμίλητοι με τον άντρα της. Δεν πήγε στην κρεβατοκάμαρα όλη νύχτα ο κυρ-Νίκος κι η κυρα-Ελπινίκη τον άκουγε άγρυπνη στο σκοτάδι να πηγαινοέρχεται συνέχεια στη σάλα καπνίζοντας το ‘να τσιγάρο απάνω στο άλλο. Μονάχα ο Κώτσος καλοκοιμήθηκε στο μαλακό στρώμα του Στέργιου και το πρωί χουχούλιαζε κάτω απ’ το λουλουδάτο πάπλωμα. Η κυρα-Ελπινίκη ήρθε και τον σήκωσε για το σχολείο. Τον έπλυνε και τον έβαλε να φάει. Ο κυρ-Νίκος, ντυμένος, έτοιμος να φύγει, έπινε τον καφέ του αμίλητος.
Η γυναίκα και το παιδί τον περιμένανε, με την καρδιά σφιγμένη, να πει έστω και μια μονάχα λέξη. Ύστερα ο κυρ-Νίκος έσβησε τη γόπα του και σήκωσε τα μάτια κουρασμένα απάνω στη γυναίκα του:
-Ο Στέργιος, είπε, είναι πολύ βαθιά χωμένος μες στο χώμα, Ελπινίκη…
Δεν είπαν άλλη λέξη. Η γυναίκα του έκρυψε απελπισμένη το πρόσωπό της στις παλάμες της. Ο Κώτσος κατάλαβε πως ως εδώ ήταν και σηκώθηκε. Πήρε τη σάκα του, πήρε το κασελάκι κι έκανε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε δισταχτικός. Ύστερα άφησε τη σάκα του σε μια καρέκλα και πήγε κι έστησε το κασελάκι μπρος στον κυρ-Νίκο. Αυτός έβαλε απάνω μηχανικά το πόδι του. Οι βούρτσες γρήγορες κι επιδέξιες διώξαν τις ξεραμένες λάσπες. Τα δαχτυλάκια του Κώτσου τυλίχτηκαν σφιχτά στο πανί κι απλώνανε παντού απάνω στο παπούτσι του κυρ-Νίκου το «τζιλά». Εκείνος κοίταξε μια το παιδί, μια τη γυναίκα του και,

-Ας φάει κι αυτό ένα κομμάτι ψωμί, είπε αναστενάζοντας.

Διήγημα του Τόλη Καζαντζή (1938-1991) από τη συλλογή διηγημάτων «Η παρέλαση» (εκδ. Νεφέλη, γ’ έκδοση, 1995)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου