Τότε αυτό που έκανε – διάολε, κόντεψα να μείνω – ήταν που έχωσε το χέρι της στην τσέπη του πανωφοριού μου, κι έβγαλε το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο μου, και μου το ’βαλε στο κεφάλι.
«Δεν το θες εσύ;» της λέω.
«Μπορείς να το φορέσεις για λίγο».
«Εντάξει. Τρέχα όμως τώρα. Θα χάσεις το γύρο. Ούτε το άλογό σου θα βρεις, ούτε τίποτα».
Εκείνη όμως κοντοστεκότανε.
«Το ’λεγες αλήθεια εκείνο που είπες; Στ’ αλήθεια δε θα πας πουθενά; Στ’ αλήθεια θα γυρίσεις σπίτι μετά;» μου λέει.
«Ναι», της λέω. Και το πίστευα. Δεν της έλεγα ψέματα. Κι αλήθεια, γύρισα σπίτι μετά. «Τρέχα τώρα», της λέω. «Αυτό το πράμα εκεί πέρα ξεκινάει».
Έτρεξε κι έβγαλε εισιτήριο και ξανανέβηκε, ίσα που πρόλαβε. Μετά ξανάκανε πάλι το γύρο, ώσπου βρήκε το άλογό της. Μετά το καβάλησε. Μου κούνησε το χέρι, και της το κούνησα και γω.
Μάγκα μου, άρχισε να βρέχει του κερατά. Με το μπουγέλο, μα το Θεό. Όλοι οι πατεράδες κι οι μανάδες κι οι άλλοι, πήγανε και σταθήκανε κάτω απ’ την τέντα με τ’ αλογάκια για να μη γίνουνε παπί, αλλά εγώ έμεινα στο παγκάκι. Είχα γίνει μουσκίδι, ιδίως ο σβέρκος μου και το παντελόνι μου. Είναι αλήθεια πως το κυνηγετικό μου το καπέλο με προστάτεψε πολύ, κατά κάποιο τρόπο, αλλά πάντως έγινα μουσκίδι. Ούτε που μ’ ένοιαξε όμως. Διάολε, ένιωθα τόσο ευτυχισμένος, έτσι άξαφνα, όπως γύριζε γύρω γύρω το Φοιβάκι. Μου ’ρχότανε ν’ αρχίσω να ουρλιάζω, τόσο ευτυχισμένος ήμουνα, άμα θέλετε να ξέρετε. Ούτε που ξέρω γιατί. Μόνο που, διάολε, ήτανε τόσο όμορφη, έτσι όπως γύριζε γύρω γύρω, με το μπλε παλτουδάκι της και τα ρέστα. Θεούλη μου, πολύ θα ’θελα να σας είχα εκεί από μια μεριά.
Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου