Γυναίκα, λέω να βάλουμε κ’ ένα βαρέλι με κρασί
που το χειμώνα θάρχωνται και οι φίλοι μας να πιούνε.
Στο υπόγειο ναν το βάλουμε με τη δροσιά την περισσή,
νάναι από κέδρο οι ντούγιες του και να μοσκοβολούνε.
Απ’ τη Νεμέα θα φέρουμε μούστο θυμώδη και ξανθό
σαν το λιοντάρι του Ηρακλή, που θάχη την ορμή του.
Ανήμερα τ’ Άη Δημητριού (και με τον Άγιο βοηθό),
θ’ ανοίξουμε τον πείρο του να πιούμε την ψυχή του!
Τη νύχτα, που τα κούτσουρα θα καίν’ στο παραγώνι,
τα κάστανα θα ψήνωνται στη θράκα, ‒από τη χώρα
με ρούχα ογρά, που θα μυρίζουν άνεμο και χιόνι,
θάρχωνται οι φίλοι μας πιστοί, καλόβολοι, όπως τώρα.
Μέσα στο σπίτι το ζεστό θα λάμπουν τα ποτήρια,
τα λόγια θάναι της Καρδιάς και της Φιλίας σπονδές·
και γύρω, πίσω απ’ τα κλειστά του κήπου παραθύρια,
βουβοί οι θεοί μας θ’ αγρυπνούν με τις σκιές…
Γι’ αυτό σου λέω να βάλουμε κ’ ένα βαρέλι με κρασί
γλυκόπιοτο, αρετσίνωτο, φερμένο απ’ τη Νεμέα,
για το Χειμώνα το σκληρό, πούρχεται φέρνοντας μαζί
την πίκρα, την ανάμνηση και την κακήν ιδέα.
Στέφανος Δάφνης (1882-1947)
Δημοσιεύτηκε στο περ. «Νέα Εστία», έτος ΣΤ΄, τόμ. 12, τχ. 138, Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1932, σ. 956-957.
Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση: Λουκάς Σταθακόπουλος ‒ Γιάννης Γκίκας, «Ανθολογία ποιητών Αργολίδος και Κορινθίας 1798-1957», Πρόλογος Γ. Θ. Ζώρας (Αθήνα 1958).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου