Γλυκιὰ χλομὴ κοπέλα, ὤ, ὁλόκληρο βουνὸ χρυσάφι
τὸν θησαυρὸ τῆς ἀθωότητάς σου περιγράφει•
ἀπ᾽τῶν τρελῶν ἐρωτιδέων τὴ γενναία φάρα
κανεὶς δὲν σὲ πλησίασε μὲ σαρκικὴ λαχτάρα•
ἐσύ, μι᾽ ἀλλόκοτη ἀθωότητα νὰ τρέχει ἀφήνεις
ἀπ᾽ τὰ μεταξωτά σου βλέφαρα, ὅποτε τὰ κλείνεις•
τὰ δὲ γλυκά σου χείλη μόνο ἡ προσευχὴ σ᾽ τ᾽ ἀνοίγει,
καὶ δὲν τ᾽ ἀσκούμπησε φιλιοῦ σκϊὰ οὔτε τόσο λίγη...
Μὰ νὰ μοῦ πεῖς, ζητῶ, στ᾽ ἀφτί μου, ὦ κόρη κοραλλένια,
μὲ τὴ φωνούλα σου τὴν ἁπαλὴ σὰν σατινένια:
ἐκεῖνον ποὺ ὀνειρεύεσαι, ἂν τὸν ἔβλεπες στὸν ὕπνο,
στὴν ὥρα τοῦ χοροῦ τὴ χαρωπὴ ἢ στὸ ἐοίωνο δεῖπνο•
κι ἂν ἔνιωθες τὰ χείλη σου φωλιὰ νά ᾽ν᾽ τῶν δικῶν του,
νὰ τρέχουν στὸ κορμί σου μὲ τὸ πάθος τῶν σπασμῶν του,
νὰ τὸ φιλοῦν παντοῦ καὶ νὰ τρυγοῦν τ᾽ ἀρώματά σου
ἀπ᾽ τὶς σκληρές σου τὶς θηλές• κι ἂν ἔπειτα ἀγκαλιά σου
τὸν εἶχες μὲ ὅλα τὰ βαθιὰ καὶ φλογερὰ φιλιά του
κι ὀνειρευόσουν πὼς πεθαίνεις μὲς στὴν ἀγκαλιά του
ἀπ᾽ τὶς πολλὲς χαρές, τὶς ἡδονὲς ποὺ θὰ γευόσουν,
γλυκιὰ χλομὴ κοπέλα, πές μου ἂν θ᾽ ἀντιστεκόσουν.
José Asunción Silva (Μπογκοτά 1865-1896)
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου