Φως φρικώδες και γδύνει
του Αισώπου την κόρη
που ’χε χέρια-πουλιά,
και κάτι μάτια μυθώδη.
Οι γλύπτες παραφρόνησαν.
Σκαλισμένους τους βρίσκεις
με το ίδιο τους χέρι.
Μια στρατιά από αγάλματα
με τη φρίκη στο στόμα
και τα μάτια σβηστά.
Μα ένας γλύπτης ξεμάνισε.
Αεράκι που φύσηξε,
τα καλάμια σαν έγχορδα
παίζει.
Κι οι καλόγριες στάχυα,
μαθαίνουν ρυθμό.
Το χιτώνα τους ρίχνει,
σαν αυλαία στα βλέφαρα,
και τρίβουμε, τρέμουμε,
δαγκώνουμε, αφήνουμε
την άμμο να μένει υγρή
μες στο λάβρο ξημέρωμα.
Χορευτές, 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου