Δεν ξέρω ποια είναι αυτή η Πολύ Λυπημένη
που παίζει στη σκέψη μου το μαντολίνο.
Που κλαίει ένα γαλάζιο τραγούδι στα βλέφαρά της
και στα χείλη της σφαδάζουν πουλιά.
Δεν ξέρω ποια είναι
αλλά τη γνωρίζω απ’ τον καιρό
που πνιγόμουν στα πρώτα νερά.
Κι o νους ένα άνθος
με μαύρη κορδέλα.
Κι ο ίσκιος μου σαλεμένο βουνό
με όλα τα δέντρα στολισμένα μ’ αγχόνες
με όλα τα φύλλα καρδούλες μισές.
Και πέρα στο άλλο νησί
οι τρελοί που θάβουν το νεκρό περιστέρι
κι η καμπάνα χτυπά στα μηνίγγια μου
τραγούδι μισό και το υπόλοιπο πένθος.
Κι ύστερα η Πολύ Λυπημένη
με τον Απρίλη νεροφίδα στα λόγια
να παίζει στο μαντολίνο λευκά χελιδόνια
και τη σιωπή μου μισή.
Κι εγώ να την παίρνω απ’ το χέρι:
Έλα να πάμε εκεί, να της λέω…
Δεν ήξερα πού.
Μόνο πιο κάτω το κόκκινο χώμα
με το αίμα των αρχαγγέλων
κι ο μεγάλος γκρεμός που πέφτω ακόμη,
με το τραγούδι της Πολύ Λυπημένης στ’ αυτιά μου
που ποτέ δεν αγαπήθηκε,
ούτε κι εγώ.
Πηγή: Ήμαρ κρεουργόν, 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου