Είμαι ανθρακωρύχος. Η φλόγα φέγγει γαλάζια.
Κέρινοι σταλαγμίτες
σταλάζουν και παγώνουν, δάκρυα
που αναβλύζουν από την απέραντη ανία
της γήινης μήτρας.
Μαύρες αέρινες νυχτερίδες
με τυλίγουν, κουρελιασμένες εσάρπες,
ψυχρές δολοφονίες.
Κολλούν επάνω μου σαν δαμάσκηνα.
Αχ αγάπη μου, πως βρέθηκες εδώ;
Αχ έμβρυο
που θυμάσαι ακόμη και στον ύπνο σου,
τη στάση του σταυρού.
Το αίμα ανθίζει καθάριο
μέσα σου, ρουμπίνι μου.
Ο πόνος
που σε ξυπνά δεν είναι δικός σου.
Αγάπη μου, αγάπη μου,
στόλισα τη σπηλιά μας με ρόδα,
με μαλακά χαλιά -
τα τελευταία βικτωριανά.
Άσε τ’ αστέρια
να καταποντίζονται στους σκοτεινούς τους προορισμούς,
άσε τα άτομα
του υδράργυρου να αργοσταλάζουν
στο τρομερό πηγάδι,
είσαι το μόνο
στέρεο πράγμα και πάνω σου ακουμπά ζηλόφθονα το σύμπαν.
Είσαι το βρέφος στη φάτνη.
(απόσπασμα, μετ. Ε. και Κ. Ηλιοπούλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου