Σχέδιο γιὰ τὸ Μέλλον τοὺ Οὐρανοῦ
Οὐρανὲ ὁλόκληρε ἀνοίγει τὸ ἄνθος
τῆς φωνῆς μου ψηλά
ἔφυγαν ὅλα τὰ πουλιά μου τὸν χειμῶνα
δὲν προσμένω σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους ἐλευθερώνω
ἀγγίζοντας ἔρημος τὸ γερασμένο τοῖχο τῆς βροχῆς
κι ὅπως ἔρχεται ἀπ’ τὴν αὔριο
μὲ τὸ φᾶσμα τοῦ τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Δὲν εἶναι πιὰ ἡ Ἄνοιξη
δὲν εἶναι καλοκαίρι μὰ ἐγὼ
ἂς ἀνοίξω τὸ βῆμα κ’ ἐδῶ λησμονημένος
νὰ δείξω τὴν αἰωνιότητα.
Ἔχω ἄλλωστε τὰ φτερά ταξιδεύω
πάνω ἀπ’ τὰ γλυκύτερα
βάσανα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἔαρος.
Ἀκούω τοὺς ἤχους τῶν τυμπάνων σου Μελλοντικὲ
ὅμως λυτρώσου ἀπὸ μᾶς
πίσω δὲν πάει ὁ καιρὸς μονάχα σέβεται
τὸ κορμὶ μὲ τ’ ἄνθη του
ἰδοὺ λοιπὸν γιατί τὸ συντρίβει.
Λησμόνησέ μας.
Ἀκούω τὴ χαρά σου πολιτεία τοῦ θεοῦ ὑπάρχεις
ἀλήθεια καὶ δρόμος ἀργυρόχρωμα
κλαδιὰ κάτω ἀπ’ τὴ σελήνη
ἡ μυρωμένη ἡ πορτοκαλιὰ τὸ ρόδι
εὐτυχισμένο λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
Ὅταν λαλεῖ ὁ πετεινὸς πῶς σχίζει τὴν καρδιά μου
τί ἐρημιὰ διαλαλεῖ στὸ σάπιο μεσημέρι.
Ἀπὸ χειμῶνα σὲ αἰσθάνομαι πολιτεία τοῦ ἔρωτα
ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ τοὺς πεθαμένους ἴσκιους
ἕνα φῶς πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
σὲ λάμψεις τὴ μουσική μου.
Μεγάλη νύχτα κ’ ἡ ποίηση
τόσο χαμηλὴ γιὰ τοὺς ἀναγκασμένους.
Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στὸ κορμί μου.
Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τῶν ὑακίνθων…
Ὁ ἥλιος σοῦ μάτωνε τὰ γόνατα κ’ οἱ ἄνθρωποι
φαίνονταν εὐεξήγητοι
σὰν τὰ φυτὰ τὴ βροχὴ τὸν οὐρανό!
Καὶ τώρα νά ἡ μοῖρα σου
στὴν πόλη μέσα στὴ φρικτὴ
μ’ ἐνάντιο σπίτι ἐνάντιον ἄνεμο.
Ἔρημος τώρα ὁ βράχος τῆς ἀγάπης ―
μὴ μὲ λησμονήσεις
πάνω του στὰ βραδινὰ πετρώματα
μὲ τὸ φεγγάρι καθαρὸ πουκάμισο.
Μὴ μὲ λησμονήσεις βαθύτατε ἀέρα.
Τὴ νύχτ’ ἀναστενάζουμε.
Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τὰ πεῦκα μου
ἔχει περάσει πιὰ τὸ μεσονύχτι
κ’ ἐγὼ στρέφομαι στὴν πικρὴ κλίνη
εἶμ’ ἕνας ἔρημος μὲ δάφνες ἕνας μοναχικὸς
ποὺ χάθηκε στοὺς κρυστάλλινους μακρινοὺς ἤχους.
Τῆς καρδιᾶς μου τὰ πικρὰ καὶ μαῦρα φύλλα
πνοὴ ποὺ νά ’βγει ἀπ’ τὸν εὐλογημένο ἐντός μου
δὲν τὰ κίνησε. Τώρα σὲ δίνες
ἔχω χαθεῖ κάποτε ὑπῆρξα
ὁ ἄγγελος τῶν ὁρατῶν ὅπως ἀγάπησε βαθιά.
Σὲ ἀκούω Ἐκτυφλωτικέ ―
πῶς ἔρχεται ἡ φωνή σου ἀπ’ τὸν ὕπαιθρο
ἦχοι μου ταπεινοὶ πλαγιαύλων
ὑπάρχω κι ἀκούω τὸ ἐλεγεῖο.
Ἐγὼ τότε τραγουδοῦσα:
Ἔρωτα μὲ κατοίκησες πολύ
φύγε ἀπ’ αὐτὸ τὸ σπίτι.
Δὲν ἔχει οὔτ’ ἕνα παράθυρο νὰ βγεῖ
στὰ δέντρα ἡ ἐρημιά μου
σκόνες μονάχα καὶ σύνεργα τῆς ψυχῆς.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες δὲν ὑπάρχουν
ἔρωτα μὴ σημαίνεις πιά.
Πρέπει ν’ ἀρχίσω ἀπ’ τὴ λησμονιά.
Μὴ δείχνεις ― εἶμαι ὁ ἀνώφελος τὸ ξέρω
σῶμα γιὰ θάνατο καὶ θάνατο
ποὺ ἐλπίζει σ’ ἕνα φύλλο δέντρου.
Ἡ φωνή μου λυγίζει.
Ἀλλὰ δὲν παραδίδομαι ἀντίκρυ
σ’ αὐτὴ τὴ δύση τρομαγμένος
ἐγὼ μὲ ὅλο τὸ αἷμα μου
ἔτσι ὅπως πόνεσα στοὺς δρόμους ἀτελείωτα
μὲ τόσο σπαραγμὸ στὰ σύνορά μου.
Ὁ οὐρανὸς εἶναι στὸν βαθυκύανο χειμῶνα.
Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό.
Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν
― ἕνα τ’ ὀνομάζω.
Τέλη Ἰουλίου
Νύχτα τοῦ θέρους ἁπαλύνουσα
ὡς μέλι σὲ γεύομαι στὴν κερήθρα τοῦ χώρου.
Ἐσχεδίαζα ποίημα ὅπου ὑπῆρχε ἡδυπαθὴς
μὲ δανεισμένα μάτια στὴ φωτιὰ τῶν ἄστρων
μὲ τὴν ἀγάπη
ταξιδεμένη σὲ διαθέσεις τοῦ σώματος.
Ἀλλ’ ἡ ὡραιότητα τῆς μοῖρας
ἔρχεται καὶ σὲ παίρνει στὰ χέρια τοῦ θέρους
ἀπάνω ἀπὸ μᾶς
στὸ ἀκέραστο τοῦ στήθους ὅπου
σὲ λευκὰ ἰμάτια κυματίζει ἡ ἀρχὴ τοῦ πόνου
καὶ μορφὲς παιδιῶν
λυπηρὰ ψιθυρίζουν
γιὰ τὰ χαμένα τους πράγματα
ὅταν τὸ κέλευσμ’ ἀκούγεται μὲ ἀέρα πλασμένο.
Τραγούδια μὴ ζητήσετε
ρέουν οἱ σιωπὲς στὰ βουνοπλάγια
κυριαρχοῦν πλήρως ὁλόγυρα τοῦ προσώπου μου
δέντρου κλαδὶ ἀσημίζει ἐμπρός μου.
Στὸ βάθος τῆς νοσταλγίας Ἀκατάληπτε
μιλοῦμε γιὰ σένα
πολὺ μακριὰ ἀπ’ τὰ χείλη μας.
Αὐτὴ τὴν ὥρα τοῦ ἀναλυόμενου μυστηρίου
ὅλα
γυρίζουν.
Ὁ Κῆπος
Ὅλα ἐμπαίζουν τὴν αἰωνιότητα.
Καὶ σὺ Κλεισμένε στὸ αἴνιγμά σου
Κύριε ὠχρὲ τοῦ κήπου
ἐσταυρωμένη ἔκταση
λάμπος τοῦ θανάτου
στὸ στέρνο μου ἀκροβατεῖς.
Ἄσμα Μικρό
Χάθηκε αὐτὸς ὁ ὁδοιπόρος.
Εἶχε συνάξει λίγα φύλλα
ἕνα κλαδὶ γεμάτο φῶς
εἶχε πονέσει.
Καὶ τώρα χάθηκε…
Ἀγγίζοντας ἀληθινὰ πουλιὰ στὸ ἔρεβος
ἀγγίζει νέους οὐρανούς
ἡ προσευχή του μάχη.
Ἔαρ μικρὸ ἔαρ βαθὺ ἔαρ συντετριμμένο.
Οὐρανόθεν
Ἡ πλημμυρίδα τῶν πουλιῶν τὴ χαραυγὴ
κ’ ἡ σιωπὴ ἐντός μου.
Κατόπιν ἡ βροχὴ ποὺ μάχεται τὰ πρόσωπα
ὑστερα πάλι σιωπὴ
πρὶν ἀπ’ τὸν ἥλιο χρυσαφένιο.
Ἥλιος γιὰ ὅλα τὰ χρόνια.
Τὸ Ἄφθαρτο Ξύλο
Ὁ σταυρὸς εἶναι δυὸ ἐπιθυμίες.
Ἡ μιὰ ἐπιθυμία ποὺ ἐρωτεύτηκε τὰ οὐράνια
σμίγει καὶ σταυρώνεται μὲ τὴν ἐπιθυμία
καθὼς διασχίζει τὴ γῆ.
Κι ὁ Χριστὸς εἶναι φιλικὰ ἐσταυρωμένος
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Πηγή: https://neoplanodion.gr/2020/04/15/nikos-karouzos-megali-tetarti/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου