III. Ἐνῷ ἀκούεται τὸ μαγευτικὸ τραγούδι τῆς ἄνοιξης, ὁποῦ κινδυνεύει νὰ ξυπνήση εἰς τοὺς πολιορκημένους τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς τόσον, ὥστε νὰ ὀλιγοστέψῃ ἡ ἀντρεία τους, ἕνας τῶν Ἑλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τοὺς ἄλλους εἰς συμβούλιο, καὶ ἡ σβημένη κλαγγή, ὁποῦ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀδυνατισμένο στῆθος του, φθάνοντας εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο παρακινεῖ ἕναν Ἀράπη νὰ κάμῃ ὅ,τι περιγράφουν οἱ στίχοι 4-12. «Σάλπιγγα, κόψ᾿ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία, γυναικός, γέροντος, παιδιοῦ, μὴν κόψουν τὴν ἀντρεία». Χαμένη, ἀλίμονο, κι ὀκνὴ τὴ σάλπιγγα γρικάει· ἀλλὰ πῶς φθάνει στὸν ἐχθρὸ καὶ κάθ᾿ ἠχὼ ξυπνάει; Γέλιο στὸ σκόρπιο στράτευμα σφοδρὸ γεννοβολιέται, κι ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανὶς πετιέται· καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο, τ᾿ ἀράθυμο, τὸ δυνατό, κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο, βαρώντας γύρου ὁλόγυρα, ὁλόγυρα καὶ πέρα, τὸν ὄμορφο τρικύμισε καὶ ξάστερον ἀέρα· τέλος μακριὰ σέρνει λαλιά, σὰν τὸ πεσούμεν᾿ ἄστρο, τρανὴ λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητὴ κατὰ τὸ κάστρο. IV. Μόλις ἔπαυσε τὸ σάλπισμα ὁ Ἀράπης, μία μυριόφωνη βοὴ ἀκούεται εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, καὶ ἡ βίγλα τοῦ κάστρου, ἀχνὴ σὰν τὸ Χάρο, λέει τῶν Ἑλλήνων: «Μπαίνει ὁ ἐχθρικὸς στόλος». Τὸ πυκνὸ δάσος ἔμεινε ἀκίνητο εἰς τὰ νερά, ὅπου ἡ ἐλπίδα ἀπάντεχε νὰ ἰδεῖ τὰ φιλικὰ καράβια. Τότε ὁ ἐχθρὸς ἐξανανέωσε τὴν κραυγή, καὶ εἰς αὐτὴν ἀντιβόησαν οἱ νεόφθαστοι μέσ᾿ ἀπὸ τὰ καράβια. Μετὰ ταῦτα μία ἀκατάπαυτη βροντὴ ἔκανε τὸν ἀέρα νὰ τρέμει πολλὴ ὥρα, καὶ εἰς αὐτὴ τὴν τρικυμία Ἡ μαύρη γῆ σκιρτᾶ ὡς χοχλὸ μὲς τὸ νερὸ ποὺ βράζει. - Ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ πολιορκημένοι εἶχαν ὑπομείνει πολλοὺς ἀγῶνες μὲ κάποιαν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, καὶ νὰ συντρίψῃ ἴσως τὸν σιδερένιο κύκλο ὁποῦ τοὺς περιζώνει· τώρα ὁποῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα, καὶ ὁ ἐχθρὸς τοὺς τάζει νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴ ζωὴ ἂν ἀλλαξοπιστήσουν, ἡ ὑστερινή τους ἀντίσταση τοὺς ἀποδείχνει Μάρτυρες. V. . Στὴν πεισμωμένη μάχη σφόδρα σκιρτοῦν μακριὰ πολὺ τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι, καὶ τὰ γλυκοχαράματα, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια, κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν ἐβγοῦν τ᾿ ἀστέρια. Φοβοῦνται γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε, κι οἱ ξένοι ναύκληροι μακριὰ πικραίνονται καὶ λένε: «Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, σπαθὶ Τουρκιᾶς, μολύβι, πέλαγο μέγα βράζ᾿ ὁ ἐχθρὸς πρὸς τὸ φτωχὸ καλύβι. VI. Ἕνας πολέμαρχος ξάφνου ἀπομακραίνεται ἀπὸ τὸν κύκλο, ὅπου εἶναι συναγμένοι εἰς συμβούλιο γιὰ τὸ γιουροῦσι, γιατὶ τὸν ἐπλάκωσε ἡ ἐνθύμηση, τρομερὴ εἰς ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς ἄκρας δυστυχίας, ὅτι εἰς ἐκεῖνο τὸ ἴδιο μέρος, εἰς τὲς λαμπρὲς ἡμέρες τῆς νίκης, εἶχε πέσει κοπιασμένος ἀπὸ τὸν πολεμικὸ ἀγῶνα, καὶ αὐτοῦ ἐπρωτάκουσε, ἀπὸ τὰ χείλη τῆς ἀγαπημένης του, τὸν ἀντίλαλο τῆς δόξας του, ὁποία ἕως τότε εἶχε μείνει ἄγνωστη εἰς τὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ψυχή του. Μακρυὰ ἀπ᾿ ὅπ᾿ ἦτα᾿ ἀντίστροφος κι᾿ ἀκίνητος ἐστήθη· Μόνε σφοδρὰ βροντοκοποῦν τ᾿ ἀρματωμένα στήθη· Ἐχαμογέλασε πικρὰ κι ὁλούθενε κοιτάζει· κι ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν: -«Ἐκεῖ ῾ρθε τὸ χρυσότερο ἀπὸ τὰ ὀνείρατά μου· μὲ τ᾿ ἅρματ᾿ ὅλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου. Φωνή ῾πε: «Ὁ δρόμος σου γλυκὸς καὶ μοσχοβολισμένος· στὴν κεφαλή σου κρέμεται ὁ ἥλιος μαγεμένος· παλληκαρᾶ καὶ μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου! Ἄκου, νησιά, στεριὲς τῆς γῆς, ἐμάθαν τ᾿ ὄνομά σου! - Τοῦτος, ἄχ, ποῦ ῾ν᾿ ὁ δοξαστὸς κι ἡ θεϊκιὰ θωριά του; Ἡ ἀγκάλη μ᾿ ἔτρεμ᾿ ἀνοιχτὴ κατὰ τὰ γόνατά του». Ἔρριξε χάμου τὰ χαρτιὰ μὲ τσ᾿ εἴδησες τοῦ κόσμου ἡ κορασιὰ τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χαρὰ τῆς ἔσβυε τὴ φωνὴ ποὖν᾿ τώρα ἀποσβυμένη· ἄμε, χρυσ᾿ ὄνειρο, καὶ σὺ μὲ τὴ σαβανωμένη! Ἐδῶ ῾ναι χρεία νὰ κατεβῶ, νὰ σφίξω τὸ σπαθί μου, πρὶν ὅλοι χάσουν τὴ ζωή, κι ἐγ᾿ ὅλη τὴν πνοή μου· τὰ λίγα ἀπομεινάρια τῆς πείνας καὶ τσ᾿ ἀντρείας, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . γκόλφι νὰ τά ῾χω στὸ πλευρὸ καὶ νὰ τὰ βγάλω πέρα, ποὺ μ᾿ ἔκραξαν μ᾿ ἀπαντοχή, φίλο, ἀδελφό, πατέρα· Δρόμ᾿ ἀστραφτὰ νὰ σχίσω τοὺς σ᾿ ἐχθροὺς καλὰ θρεμμένους, σ᾿ ἐχθροὺς πολλούς, πολλ᾿ ἄξιους, πολλὰ φαρμακωμένους· νὰ μείνῃς, χῶμα πατρικό, γιὰ μισητὸ ποδάρι· ἡ μαύρη πέτρα σου χρυσῆ καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.» Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες, ὅμως γιὰ μένα στὴ χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες». «Θύρες ἀνοίξτ᾿ ὁλόχρυσες γιὰ τὴν γλυκειὰν ἐλπίδα.» VII. - «Κρυφὴ χαρά ῾στραψε σ᾿ ἐσέ· κάτι καλό ῾χει ὁ νοῦς σου πές, νὰ τὸ ξεμυστηρευτεῖς θὲς τ᾿ ἀδελφοποιτοῦ σου;». -«Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκειά, μετὰ χαρᾶς σ᾿ τὸ λέω: Θαυμάζω τὲς γυναῖκες μας καὶ στ᾿ ὄνομά τους μνέω. Ἐφοβήθηκα κάποτε μὴ δειλιάσουν καὶ τὲς ἐπαρατήρησα ἀδιάκοπα. Ἀπόψε, ἐνῷ εἶχαν τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ γιὰ τὴ δροσιά, μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ νεώτερη, ἐπῆγε νὰ τὰ κλείσει, ἀλλὰ μία ἄλλη τῆς εἶπε: «Ὄχι, παιδί μου· ἄφησε νὰ ῾μπεῖ ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ φαγητά· εἶναι χρεία νὰ συνηθίσουμε». VIII. Παρασταίνεται ὁ Ἰμπραῒμ Πασὰς συλλογιζόμενος τὴ σημαντικότητα τῆς γῆς, τὴν ὁποία θέλει νὰ κυριέψῃ, καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν ἐντροπή του ἂν δὲν τὸ κατορθώσῃ. Καθὼς ἐκεῖ στὴν Ἀραπιά . . . . . . . . Χύνεται ἀνάερα τὸ σκυλὶ τῆς δίψας λυσσασμένο. Μὲς τὴν ψυχὴ τὴν ἀγροικᾶ σὰ σπίθα στὴ φωτιά της. Καὶ συχνὰ τοὖ ῾π᾿ ἡ ἀράθυμη καὶ τρίσβαθη ψυχή του: «Κάμποι, βουνὰ καρπόφορα, καὶ λίμνη ὡραία καὶ πλούσια.» Σ᾿ τουφέκι ἀλλάξαν καὶ σπαθὶ τὸ δίχτυ καὶ τ᾿ ἀγκίστρι.». «Μάνα καλὴ παληκαριῶν, καὶ κάμε τη δική σου.» «Αἰώνια ἤθελ᾿ ἤτανε ὁ πόνος κι ἡ ντροπή μου.» IX. Ἐτοῦτ᾿ εἶν᾿ ὕστερη νυχτιά· ὅλα τ᾿ ἀστέρια βγάνει· ὁλονυχτὶς ἀνέβαινε ἡ δέηση, τὸ λιβάνι. Ὁ Ἀράπης, τραυηγμένος ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ ποὺ ἐσκορποῦσε τὸ θυμίαμα, περίεργος καὶ ἀνυπόμονος, μὲ βιαστικὰ πατήματα πλησιάζει εἰς τὸ τεῖχος, Καὶ ἀπάνου, ἀνάγκη φοβερή! σκυλὶ δὲν τοῦ ῾λυχτάει. Καὶ ἀκροάζεται· ἀλλὰ τὴ νυχτικὴ γαλήνη δὲν ἀντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε ἀναστεναγμός· ἤθελε πεῖς ὅτι εἶχε παύσει ἡ ζωή· οἱ ἥρωες εἶναι ἑνωμένοι καί, μέσα τους λόγια λένε Γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ μόλις τὰ χωράει· Στὰ μάτια καὶ στὸ πρόσωπο φαίνονται οἱ στοχασμοί τους· Τοὺς λέει μεγάλα καὶ πολλὰ ἡ τρίσβαθη ψυχή τους. Ἀγάπη κι ἔρωτας καλοῦ τὰ σπλάχνα τους τινάζουν. Τὰ σπλάχνα τους κι ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν·/ Γλυκιὰ κι ἐλεύθερ᾿ ἡ ψυχὴ σὰ νά ῾τανε βγαλμένη, Κι ὑψῶναν μὲ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη. Χ. Ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ κρεβάτια, οἱ γυναῖκες παρακαλοῦν τοὺς ἄντρες νὰ τὲς ἀφήσουν νὰ κάμουνε ἀντάμα, εἰς τὸ σπήλαιο, τὴν ὑστερινὴ δέηση. Μι᾿ ἀπ᾿ αὐτές, ἡ γεροντότερη, μιλεῖ γιὰ τὲς ἄλλες: «Ἄκουσε, παιδί μου, καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ στόμα μου, Ποὖμ᾿ ὅλη κάτου ἀπὸ τὴ γῆ κι᾿ ἕνα μπουτσούνι ἀπ᾿ ἔξω. Ὁρκίζουν σε στὴ στάχτ᾿ αὐτὴ . . . . . . . . . . . . . . . . . Καὶ στὰ κρεβάτια τ᾿ ἄτυχα μὲ τὸ σεμνὸ στεφάνι· N᾿ ἀφῆστε σᾶς παρακαλοῦν νὰ τρέξουμε σ᾿ ἐκεῖνο, Νὰ κάμουμ᾿ ἅμα τὸ στερνὸ χαιρετισμὸ καὶ θρῆνο.» ΧΙ. Οἱ γυναῖκες, εἰς τὲς ὁποῖες ἕως τότε εἶχε φανῆ ὅμοια μεγαλοψυχία μὲ τοὺς ἄντρες, ὅταν δέονται καὶ αὐτές, δειλιάζουν λιγάκι καὶ κλαῖνε· ὅθεν προχωρεῖ ἡ Πράξη· διότι ὅλα τὰ φερσίματα τῶν γυναικῶν ἀντιχτυποῦν εἰς τὴν καρδιὰ τῶν πολεμιστάδων, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὑστερινὴ ἐξωτερικὴ δύναμη ποὺ τοὺς καταπολεμάει, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ὡς ἀπ᾿ ὅλες τες ἄλλες, αὐτοὶ βγαίνουν ἐλεύθεροι. XII. Εἶναι προσωποποιημένη ἡ Πατρίδα, ἡ Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ὥστε νὰ αἰσθάνεται ὅλα τὰ παθήματα, καὶ καθαρίζοντάς τὰ εἰς τὴ μεγάλη ψυχή της νὰ ἀναπνέῃ τὴν Παράδεισο· Πολλὲς πληγὲς κι᾿ ἐγλύκαναν γιατ᾿ ἔσταξ᾿ ἁγιομύρος. Μένει ἄγρυπνη μέρα καὶ νύχτα, καρτερώντας τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος· δὲν τὰ φοβᾶται τὰ παιδιά της μὴ δειλιάσουν· εἰς τὰ μάτια της εἶναι φανερὰ τὰ πλέον ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς τους· Στοῦ τέκνου σύρριζα τὸ νοῦ, Θεοῦ τῆς μάνας μάτι· Λόγο, ἔργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . . Ἀπὸ τὸ πρῶτο μίλημα στὸν ἀγγελοκρουμό του. Γιὰ τοῦτο αὐτὴ εἶναι Ἥσυχη γιὰ τὴ γνώμη τους, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ τὴ Μοῖρα, Καὶ μὲς στὴν τρίσβαθη ψυχὴ ὁ πόνος της πλημμύρα, Ἐπειδὴ βλέπει τὸν ἐχθρὸν ἄσπονδον, ἄπονον ἀπὸ τὸ πολὺ πεῖσμα, καὶ καταλαβαίνει ὅτι ἂν τὸ Ἔλεος ἔχυνε μὲς στὰ σπλάχνα του ὅλους τοὺς θησαυρούς του, τοῦτοι Τριαντάφυλλά ῾ναι θεϊκὰ στὴν κόλαση πεσμένα. ΧΙΙΙ. Μένουν οἱ Μάρτυρες μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα εἰς τὴν ἀνατολή, νὰ φέξῃ γιὰ νὰ βγοῦνε στὸ γιουρούσι, καὶ ἡ φοβερὴ αὐγή. Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη! ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . . Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο. Ἰδού, σεισμὸς καὶ βροντισμός, κι ἐβάστουναν ἀκόμα, ποὺ ὁ κύκλος φθάνει ὁ φοβερὸς μὲ τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα· κι ἐσκίστη ἀμέσως, κι ἔβαλε στῆς Μάνας τὰ ποδάρια, τῆς πείνας καὶ τοῦ . . . . . . . τὰ λίγα ἀπομεινάρια· τ᾿ ἀπομεινάρια ἀνέγγιαγα καὶ κατατρομασμένα, τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ῾ματοκυλισμένα. XIV. Τὸ μάτι μου ἔτρεχε ρονιά, κι᾿ ὀμπρός του δὲν ἐθώρα, κι᾿ ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολλὴ ὥρα, π᾿ ἄστραψε γέλιο ἀθάνατο, παιχνίδι τῆς χαρᾶς του, στὸ φῶς τῆς καλωσύνης του, στὸ φῶς τῆς ὀμορφιᾶς του. XV. Ἔχε ὅσες ἔχ᾿ ἡ Ἀνατολὴ κι᾿ ὅσες εὐχὲς ἡ Δύση. XVI. Μ᾿ ὅλον ποὺ τότ᾿ ἀσάλευτος στὸ νοῦ μ᾿ ὁ νιὸς ἐστήθη, κ᾿ εἶχε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη. XVII. Κι᾿ ἄνθιζε μέσα μου ἡ ζωὴ μ᾿ ὅλα τὰ πλούτια πὤχει. XVIII. Συχνὰ τὰ στήθια ἐκούρασα, ποτὲ τὴν καλωσύνη. XIX. Ὁ υἱός σου κρίνος μὲ δροσιὰ φεγγαροστολισμένος. XX. Στὸν ὕπνο της μουρμούριζε τὴν κλάψα τῆς τρυγόνας. XXI. Ἀνάξιε δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, κάτου τὰ γόνατά σου. XXII. Γιά, κοίτα ῾κεῖ χάσμα σεισμοῦ βαθιὰ στὸν τοῖχο πέρα, καὶ βγαίνουν ἄνθια πλουμιστά, καὶ τρέμουν στὸν ἀέρα. λούλουδα μύρια, προκαλοῦν χρυσὸ μελισσολόϊ, ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καὶ κρύβουνε τὴ χλόη. XXIII. Χιλιάδες ἦχοι ἀμέτρητοι, πολὺ βαθυὰ στὴ χτίσι. ἡ Ἀνατολὴ τ᾿ ἀρχίναγε κ᾿ ἐτέλειωνε τὸ ἡ Δύσι. Κάποι ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, κι᾿ ἀπὸ τὴ Δύσι κάποι. κάθ᾿ ἦχος εἶχε καὶ χαρά, κάθε χαρὰ κι᾿ ἀγάπη. XXIV. Κάνε σιμὰ κ᾿ εἶναι ψιλές, κάνε βαρειὲς καὶ πέρα, σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομόζαν τὸν ἀέρα. XXV. Ἡ ὄψη ὀμπρός μου φαίνεται, καὶ μὲς τὴ θάλασσ᾿ ὄχι, ὄμορφη ὡς εἶναι τ᾿ ὄνειρο μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὤχει· XXVI. Χρυσ᾿ ὄνειρο ἠθέλησε τὸ πέλαγο ν᾿ ἀφήσῃ, τὸ πέλαγο, ποὺ πάτουνε χωρὶς νὰ τὸ συγχίσῃ. XXVII. Κ᾿ ἔφυγε τὸ χρυσ᾿ ὄνειρο ὡς φεύγουν ὅλα τ᾿ ἄλλα. XXVIII. Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες, ὅμως γιὰ μένα στὴν χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες. XXIX. Ὅλοι σὰν ἕνας, ναί, χτυποῦν, ὅμως ἐσὺ σὰν ὅλους. XXX. Τοῦ πόνου ἐστρέψαν οἱ πηγὲς ἀπὸ τὸ σωθικό μου, ἔστρωσ᾿ ὁ νοῦς, κ᾿ ἀνέβηκα πάλι στὸν ἑαυτό μου. XXXI. Τὸ γλυκὸ σπίτι τῆς ζωῆς, ποὖχε χαρὰ καὶ δόξα. XXXII. Παράπονο χαμὸς καιροῦ σ᾿ ὅ,τι κανεὶς κι᾿ ἂ χάσῃ. XXXIII. Χαρὰ στὰ μάτια μου νὰ ἰδῶ τὰ πολυαγαπημένα, ποὺ μὤδειξε σκληρ᾿ ὄνειρο στὸ σάβανο κλεισμένα. XXXIV. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Καὶ μετὰ βίας τί μὤστειλες, χρυσοπηγὴ τῆς Παντοδυναμίας; XXXV. Ἔστρωσ᾿, ἐδέχθ᾿ ἡ θάλασσα ἄντρες ριψοκινδύνους, κ᾿ ἐδέχθηκε στὰ βάθη τους τὸν οὐρανὸ κ᾿ ἐκείνους. XXXVI. Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου. XXXVII. Ὁποὖν᾿ ἐρμιὰ καὶ σκοτεινιὰ καὶ τοῦ θανάτου σπίτι. XXXVIII. Τὸ πολιορκούμενο Μεσολόγγι ἔχει τριγύρου χάντακα, Πὤφαγε κόκκαλο πολὺ τοῦ Τούρκου καὶ τ᾿ Ἀράπη. XXXIX. Χθὲς πρωτοχάρηκε τὸ φῶς καὶ τὸν γλυκὸν ἀέρα. XL. Πάλι μοῦ ξίππασε τ᾿ αὐτὶ γλυκειᾶς φωνῆς ἀγέρας. XLI. Ὀλίγο φῶς καὶ μακρυνὸ σὲ μέγα σκότος κ᾿ ἔρμο. XLII. Κι᾿ ὅπου ἡ βουλή τους συφορά, κι᾿ ὅπου τὸ πόδι χάρος. XLIII. Σὲ βυθὸ πέφτει ἀπὸ βυθὸ ὡς ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος· ἐκεῖθ᾿ ἐβγῆκε ἀνίκητος. XLIV. Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούμενο τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο. XLV. (Ὁ ἀριθμὸς τοῦ ἐχθροῦ), Τόσ᾿ ἄστρα δὲν ἐγνώρισεν ὁ τρίσβαθος αἰθέρας. XLVI. (Ἡ Ἐλπίδα περνάει ἀπὸ φριχτὴν ἐρημία μὲ) Τὰ χρυσοπράσινα φτερὰ γιομᾶτα λουλουδάκια. XLVII. Χάνονται τ᾿ ἄνθη τὰ πολλά, ποὖχ᾿ ἄσπρα μὲ τὰ φύλλα. XLVIII. Γιὰ νὰ μοῦ ξεμυστηρευθῆ τὰ αἰνίγματα τὰ θεῖα. XLIX. Σ᾿ ἐλέγχ᾿ ἡ πέτρα ποὺ κρατεῖς, καὶ κλεῖ φωνὴ κι᾿ αὐτήνη. L. Μὲς τ᾿ Ἅγιο Βῆμα τῆς ψυχῆς. LI. Ἡ δύναμή σου πέλαγο, κ᾿ ἡ θέλησή μου βράχος. LII. Στὸν κόσμο τοῦτον χύνεται καὶ σ᾿ ἄλλους κόσμους φθάνει. LIII. Μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ περήφανα κι᾿ ὡραῖα. LIV. Πολλοί ῾ν᾿ οἱ δρόμοι πὤχει ὁ νοῦς. LV. (Ἡ βοὴ τοῦ ἐχθρικοῦ στρατόπεδου παρομοιάζεται μὲ τὸν ἄνεμο), Ὁποῦ περνάει τὸ πέλαγο καὶ κόβεται στὸ βράχο. LVI. Καὶ τὸ τριφύλλι ἐχόρτασε καὶ τὸ περιπλοκάδι, κ᾿ ἐχόρευε, κ᾿ ἐβέλαζε, στὸ φουντωτὸ λιβάδι. LVII. Ὦ γῆ . . . . . . . . . . Ὁ Οὐρανὸς σὲ προσκαλεῖ, κ᾿ ἡ κόλασι βρυχίζει. LVIII. Καὶ μὲ τὸ ροῦχο ὁλόμαυρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα. LIX. Καὶ τὲς ἀτάραχες πνοὲς τὲς πολυαγαπημένες. LX. (Οἱ Ἕλληνες, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, κοιτάζουν τὸν μακρινὸ ξάστερον ὁρίζοντα κι᾿ εὔχονται) Νὰ θόλωνε στὰ μάτια τους μὲ κάτι, ποὺ προβαίνει. LXI. Κ᾿ ἐπότισέ μου τὴν ψυχὴ ποὺ χόρτασεν ἀμέσως. |
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου