(αυτό είναι παραμύθι και τελειώνει με θάνατο)
Ο πατέρας ήταν έφηβος στη Σαλονίκη του σαράντα τρία
και το είχε δει με τα μάτια του
να παίρνουνε τους Εβραίους για του Χιρς.
Μια μέρα, μάλιστα, εκείνου του φριχτού καλοκαιριού
μαζί με έναν ξάδελφό του, μεγαλύτερο,
είχαν περάσει με τα ποδήλατα πλάι απ' το στρατόπεδο
(πήγαιναν να ψαρέψουν στo Καλοχώρι).
Λοξά τους είδε, με την άκρη του ματιού του,
ρημαγμένους, στοιχημένους στη σειρά,
έτοιμους να πάνε στον σταθμό, να ανεβούν στο τρένο.
Χρόνια αργότερα, όταν τον ρωτούσε ο γιος του, απαντούσε
«ήμουν παιδί, δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα» –
όμως μέσα του το ήξερε πως τα 'χε καταλάβει όλα
κι ας πήγε για ψάρεμα μετά, δίχως να πει κουβέντα·
ένα μουγγό αγόρι στη Σαλονίκη του σαράντα τρία,
διόλου παράξενο.
Μα ο γιος του, με την ασφάλεια και την απόσταση των τόσων χρόνων,
δεν το μπορούσε να τη χωνέψει εύκολα τούτη την ιστορία
με τα τρένα και τους περαστικούς
που κοίταζαν με την άκρη του ματιού τους
και απέμεναν μουγγοί.
Κι έτσι, γύρεψε να διαβάσει στα βιβλία
όσο μπορούσε περισσότερα για εκείνον τον χαμό
και για το πώς γίνηκε παραδεκτός – αυτό κυρίως.
Ανάμεσα στα πολλά
διάβασε και για τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
(στα βιβλία της Άρεντ και του Τοντόροφ).
Είπε, λοιπόν, κάποια στιγμή ο Άντολφ Άιχμαν:
«Εγώ δεν σκότωσα ποτέ κανέναν,
εγώ ρύθμιζα τα δρομολόγια των τρένων,
να ξεκινούνε από το Ντρανσί στις δεκαπέντε,
να φτάνουνε στο Άουσβιτς στις είκοσι δύο.
Πού τον είδατε τον φόνο;»
Και διαβάζοντας ετούτα τα λόγια
ο ήρωάς μας σκέφτηκε πως όποτε βλέπεις να σέρνουνε με το στανιό
ανθρώπους σε κάποιον σταθμό τρένων,
πρέπει στον νου σου να 'χεις
μια καμινάδα που καπνίζει.
Κι ακόμη: πως έχεις να σταματήσεις και να φωνάξεις,
κι αν είσαι παιδί, έχεις να βάλεις τα κλάματα –
κ ά π ω ς να σπάσεις τη μούγγα σου.
Κι έπειτα σκέφτηκε αυτό το τόσο τετριμμένο σύνθημα των τοίχων:
πως η σιωπή –η κάθε λογής σιωπή–
ήτανε κάτι σαν συνενοχή.
Ας πούμε: δεν γινότανε να ξέρει ο πατέρας για τις καμινάδες –
μα το 'ξερε καλά πως όταν στοιβιάζονται ανθρώποι
στους σταθμούς των τρένων
δεν είναι για καλό.
Τέτοια, που λες, ο γιος της ιστορίας μας –
τέτοιες σκέψεις και τέτοια συμπεράσματα...
Πέρασαν τρία ή τέσσερα χρόνια·
βρέθηκε να γυρίζει με το τρένο απ' το Αμύνταιο –
είχανε πάει οικογενειακώς να δούνε κάποιους συγγενείς.
Λίγο πριν ξεκινήσουν κάνανε μπλόκο οι αστυνομικοί
και μάζεψαν κώλο-λαιμό καμιά σαρανταριά Αλβανούς
(περνούσανε πεζοί τα σύνορα, κατόπιν ανέβαιναν στο τρένο για Θεσσαλονίκη).
Και, με την άκρη του ματιού του, είδε να τους φορούνε χειροπέδες
να του καθίζουνε με το στανιό στο τσιμέντο του σταθμού.
Και τότε άρχισε να σκέφτεται:
Στ' αλήθεια κρίμα να τους μαζεύουνε έτσι τους Αλβανούς
μα τι να γίνει, δεν μπορεί να τους χωρέσει κι ολουνούς τους η Ελλάδα,
ας πάρει ένα ποσοστό, μα τους άλλους θα τους γυρίζει πίσω –
πώς αλλιώς...
Κι ακόμη:
Ντάξει μωρέ, δεν είναι κι όλα Άουσβιτς, μην τρελαθούμε –
καλά τα παχιά τα συμπεράσματα μα να ξέρουμε τι λέμε:
τότε τους έστελναν διαμιάς στα αέρια και τους φούρνους,
τούτους εδώ θα τους γυρίσουν στην πατρίδα τους και τέλος·
πού στο διάολο την είδατε τη σύγκριση;
Κι έτσι, με τούτα και με κείνα, απέμεινε μουγγός –
πάνε κι οι αλλοτινές οι σκέψεις, πάνε και τα συμπεράσματα·
απέμεινε να κοιτάζει κι αυτός λοξά, με την άκρη του ματιού του,
ένα ακόμη μουγγό αγόρι στον σταθμό των τρένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου