«Μάθαμε πως άνοιξε της Νομαρχίας το γραφείο
και δέχεται αιτήσεις για τα σπίτια τα εβραϊκά που εκκενώθηκαν.
Ουρές ο κόσμος, λένε, για να γραφτεί στη λίστα –
»Κι εδώ στη γειτονιά έχουμε εβραιόσπιτα,
έξι διαμερίσματα στο σύνολο,
καθώς και το σπίτι με τον κήπο
στην άκρη του δρόμου μας.
»Α τους θυμόμαστε τους Εβραίους τους ταλαίπωρους,
ζούσανε ήσυχα κοντά μας,
δεν τους πειράζαμε, δεν μας πείραζαν.
Τι να τους κάνουμε που τους φορτώσανε στα τρένα οι Γερμανοί –
εμείς τους συμπονέσαμε πίσω απ' τις γρίλιες.
Κι αυτοί οι ευλογημένοι τι το θέλανε να ξεχωρίζουν
σαν τη μύγα μες στο γάλα; –
δώσανε στόχο και τους μαζέψανε.
»Εν πάση περιπτώσει,
εμείς είμαστε Έλληνες από τα γεννοφάσκια μας
και πατριώτες όσο λίγοι
το δικαιούμαστε το σπίτι των Εβραίων –
εδώ πήρε σπίτι ο Θήτα και ο Βήτα και ο Ψι
που 'ναι Τουρκόσποροι και Βούλγαροι και Αρβανίτες,
και δεν το δικαιούμαστε εμείς; – ε όχι δα.
»Κι ας μην ακούμε πια λόγια για τους Εβραίους,
αυτοί φύγανε, πάνε,
το σπίτι τους έμεινε αδειανό
κι άμα δεν το πάρουμε εμείς
θα το πάρει κάποιος άλλος –
πάντως να 'ρθούνε πίσω τα τρένα δε θα 'ρθουν,
πάει και τέλειωσε...»
Κι έτσι γραφτήκανε στη λίστα
για να το πάρουνε το σπίτι των Εβραίων.
Το σπίτι με τον κήπο που παίζανε
κυνηγητό κι αγιούτο σαν ήτανε παιδιά,
κι έπειτα, με το σούρουπο, κρυφτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου