Ρήμαξε η χώρα των ποιητών, η χώρα εκείνη
με τους αρχόντους και τα σπίτια τα ψηλά.
Εδώ κι εκεί κανένας γέρος έχει μείνει,
ξαμώνει στον αέρα και παραμιλά.
Άχαρος σβήνει στα πενήντα του ο Πορφύρας,
ο Καρυωτάκης μες στη θάλασσα βουτά,
δεμένος χεροπόδαρα, άπαρτος της μοίρας
χτυπιέται ακόμα κι ο Φιλύρας μας φριχτά.
Σημαδιακοί, νεραϊδογέννητοι, βαρδιάνοι
που συλλαβίζετε το αιώνιο μυστικό,
πείνα και τρέλα και χτικιό είναι το στεφάνι
στα χρόνια τα δικά μας, γένος ηρωικό.
Άμοιαστα πρόσωπα φωτίζει η νέα η μέρα,
πουλάκια αλάλητα σε αμάζωχτη σοδειά.
Πάει απ’ το σπίτι ο βαρύς ίσκιος του πατέρα!
Ποιος άλλος από μας θα πάρει τα κλειδιά;
Μην τρέμεις, χέρι που’ χες άδικα ματώσει,
πάντα έτσι πικραμένα σώνεται η φωνή.
Άλλοι έρχονται πίσω από μας και μ’ άλλη τόση
φούρια θα τους αμπώχνουν οι κατοπινοί.
Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου