Ἤξερα κάποιο μοναχὸ παιδὶ βασανισμένο
ποὺ μήτε τὸ ἴδιο μάντευε γιατὶ ἦταν λυπημένο
κι οὔδ᾽ ἔβρισκε τί τοῦ ᾽λειπε γιὰ νὰ χαρῆ κι αὐτό.
Κάποτε μόνο κοίταζε πικρὰ χαμογελώντας,
ἐνῶ μιὰ θλίψη τοῦ ἴσκιωνε τὰ μάτια τὰ λαμπρά,
τ᾽ ἄλλα παιδιὰ ποὺ ἐπαίζανε πηδώντας καὶ γελώντας,
κι ὡστόσο δὲν τὰ ζήλεψε γι᾽ αὐτὸ καμιὰ φορά.
Εἶχε πιστέψει ἀπὸ μικρὸ μονάχα στὰ βιβλία
καὶ τ᾽ ἀγαποῦσε μὲ κρυφὴ λαχτάρα φλογερά,
μὰ ὅταν στερνὰ δὲν τοῦ ᾽μεινε παρὰ μιὰν ἄδεια ἀνία,
δίσταζε ἀκομα στ᾽ ὄνειρο ν᾽ ἁπλώσει τὰ φτερά.
Λυπόταν καὶ χαιρότανε καὶ κάπου ἐρωτευόταν,
ὅμως ποτὲ δὲν ἄνοιγε τὸ στόμα νὰ τὸ πεῖ,
καὶ σὰν κανένας γύρω του νὰ μὴν τὸ ὑποπτευόταν
μεγάλωνε κι ὡρίμαζε κλεισμένο στὴ σιωπή.
Γιῶργος Κοτζιούλας: «Τὰ ἀνέκδοτα» ἀπὸ τὰ «Ἅπαντα»,
τόμος πρῶτος, ποιήματα 1928-1942, Δίφρος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου