Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Βυρων Λεοντάρης - Υπάλληλος Μυροπωλείου


[I]

Οταν μου λέτε πώς είναι άνεμος

αυτός ο χυλός που κυλάει στους δρόμους σας

γεμάτος σκόνες, θόρυβο κι αισχρόλογα κι αισχρόλογα,

και πού κολλάει σε κάθε αναπνοή σαν γύψος στα πλεμόνια μου, 

να ξέρετε, οι φλέβες μου μπερδεύονται απ' το θυμό 

φωνή δεν έχω να σάς βρίσω,

όταν μου λέτε πως είναι ουρανός

η λιγδιασμένη αυτή αναλαμπή πάνω απ' την πόλη που σφαλάει

τά βλέφαρα των άστρων.


Α, φωνή δεν έχω να σας βρίσω - Με πονάει, πονάει

τούτη η στοά της πολιτείας το κέντρο που βρωμάει

 σαν κουφάλα δοντιού,

με τα σιδερωτήρια στο βάθος,

το θόρυβο των γραφομηχανών

κουρεία και μυροπωλεία...


Άλλο να μείνω μη μου λέτε. Εδώ,

άνάμεσα στα γυάλινα φέρετρα

με τα λιωμένα πτώματα των λουλουδιών

οι μυρωδιές σκοτώνουν μέσα μου

ό,τι μπορώ ακόμα να θυμάμαι

από τα παιδικά λιβάδια...


Τούτη η στοά πονάει σα μια πληγή

κατάστηθα στη νιότη μου. - Να μείνω μη μου λέυε 

μη μου λογαριάζετε τα μεροκάματα μήνα και χρόνο

-υποκριτές!.. -  Σεις αύριο θα με διώξετε

γιατί δεν μπορώ να 'χω πρόσωπο εμαγέ

πρόσωπο πτυελοδοχείο

μάτια γεμάτα ψέμα, δεν μπορώ.

Θέλω να με γνωρίζει η μάνα μου το βράδυ

όταν με κουβαλάει ένα αυτοκίνητο στη συνοικία μου σκοτωμένο, τυλιγμένο

μες στο μανδύα του ιδρώτα μου τον καταξεσκισμένο

από τις φωταψίες.

ΙΙ

… Να έχυνες τα χέρια σου μέσα σ' αυτή τη φοβερή πληγή,
ν’ απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου,
μ’ ένα χαμόγελο να μου έπλενες τα μάτια
κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά τα ρόδα στόμα
χέρια από αγιόκλημα
 αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.

Να ’σκυβες με μια θάλασσα φτερούγα πάνω μου!…
Να μου ίσιωνες
τους σκυλεμένους τάφους των ονείρων μου πάνω στο πρόσωπό μου,
φιλί από ώριμο λωτό
χάδι από αταχτη χλόη
- αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.

Θα σε κρατούσα σαν φλύαρο νερό στις φούχτες μου,
σαν φυλλωσιά από άστρα.
Θ’ ανέμιζα, έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο
κατάματα στο θάνατο προτού χυθώ
βροχή απ’ τα μάτια μου στα μάτια σου
βροχή απ’ το σώμα μου στο σώμα σου
αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.

Έπειτα, θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω.
Μακριά, πέρα απ' τις όχθες των δακρύων μου βασιλεύοντας
απέραντη σαν τη χαρά,
ποιος θα μπορούσε αλήθεια να πιστέψει πως μ' αγάπησες;
Έπειτα, θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω,
αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.

ΙΙΙ



Μα έχεις και συ ανάμεσα στα φρύδια
την ίδια σπαθιά πίκρας,
τον ίδιο κόμπο υπομονής στα χείλη σου δαγκώνεις
καίει τα χέρια σου ο ίδιος λυγμός τιμόνι - Πρόσεχε!
Περνάμε πάνω από ένα τεράστιο πτώμα.
Πάμφωτες πολιτείες πνίγονται στα βάλτα του,
ξεφτίζονται ιστορίες στων ηφαιστείων τα στρώματα -γλιστράμε.
Το νου σου να μη χάσουμε το δρόμο μες στις λασπωμένες φλέβες του.
Βαδίζουμε πάνω από ένα απαίσιο πτώμα.
- Μην ακούς τους ποιητές
που μας καλούν, χωμένοι ως το λαιμό μες στην κοιλιά του,
μη βλέπεις τις υπέροχες αυτές γυναίκες που λούζονται στ' ακίνητά του μάτια.
Δεν είναι αυτού η θάλασσα, μικρή μου,
δεν είναι αυτού η θάλασσα.

Τρέμεις σαν δάκρυ σε βασανισμένο βλέφαρο,
η κόμη σου αντηχεί στον άνεμο-μια μυρουδιά δαφνόφυλλου
υποφέρεις από νιότη.

Μα έχεις κι εσύ ανάμεσα στα φρύδια
την ίδια σπαθιά πίκρας,
στον ίδιο κόμπο υπομονής τα χείλη σου ματώνεις
πηδούν ανήσυχα στη θύελλα οι πυξίδες των ματιών σου.
Πλέουμε πάνω σ' ένα απέραντο πτώμα.
Μα δε βουλιάζουμε, γιατί
δε συμβιβάζεται η αναπνοή μας με τη μπόχα του
δε συμβιβάζονται τα πόδια μας με τη λάσπη του
το χρώμα του δε χωράει στα μάτια μας.


Έχεις και συ την ίδια ουλή ανάμεσα στα φρύδια.
Ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο,
να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα
να περάσουμε κι αυτή την πτυχή αηδίας
ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη ακόμα ένας σφυγμός!
Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης,
συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.
Δε θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές
ένας ήλιος σε κρατάει από τις μασχάλες.

Πηγή: Γενική Αίσθηση, 1954.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου