[I]
Οταν μου λέτε πώς είναι άνεμος
αυτός ο χυλός που κυλάει στους δρόμους σας
γεμάτος σκόνες, θόρυβο κι αισχρόλογα κι αισχρόλογα,
και πού κολλάει σε κάθε αναπνοή σαν γύψος στα πλεμόνια μου,
να ξέρετε, οι φλέβες μου μπερδεύονται απ' το θυμό
φωνή δεν έχω να σάς βρίσω,
όταν μου λέτε πως είναι ουρανός
η λιγδιασμένη αυτή αναλαμπή πάνω απ' την πόλη που σφαλάει
τά βλέφαρα των άστρων.
Α, φωνή δεν έχω να σας βρίσω - Με πονάει, πονάει
τούτη η στοά της πολιτείας το κέντρο που βρωμάει
σαν κουφάλα δοντιού,
με τα σιδερωτήρια στο βάθος,
το θόρυβο των γραφομηχανών
κουρεία και μυροπωλεία...
Άλλο να μείνω μη μου λέτε. Εδώ,
άνάμεσα στα γυάλινα φέρετρα
με τα λιωμένα πτώματα των λουλουδιών
οι μυρωδιές σκοτώνουν μέσα μου
ό,τι μπορώ ακόμα να θυμάμαι
από τα παιδικά λιβάδια...
Τούτη η στοά πονάει σα μια πληγή
κατάστηθα στη νιότη μου. - Να μείνω μη μου λέυε
μη μου λογαριάζετε τα μεροκάματα μήνα και χρόνο
-υποκριτές!.. - Σεις αύριο θα με διώξετε
γιατί δεν μπορώ να 'χω πρόσωπο εμαγέ
πρόσωπο πτυελοδοχείο
μάτια γεμάτα ψέμα, δεν μπορώ.
Θέλω να με γνωρίζει η μάνα μου το βράδυ
όταν με κουβαλάει ένα αυτοκίνητο στη συνοικία μου σκοτωμένο, τυλιγμένο
μες στο μανδύα του ιδρώτα μου τον καταξεσκισμένο
από τις φωταψίες.
ΙΙ
… Να έχυνες τα χέρια σου μέσα σ' αυτή τη φοβερή πληγή,ν’ απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου,
μ’ ένα χαμόγελο να μου έπλενες τα μάτια
κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά τα ρόδα στόμα
χέρια από αγιόκλημα
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.
Να μου ίσιωνες
τους σκυλεμένους τάφους των ονείρων μου πάνω στο πρόσωπό μου,
φιλί από ώριμο λωτό
χάδι από αταχτη χλόη
- αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.
σαν φυλλωσιά από άστρα.
Θ’ ανέμιζα, έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο
κατάματα στο θάνατο προτού χυθώ
βροχή απ’ τα μάτια μου στα μάτια σου
βροχή απ’ το σώμα μου στο σώμα σου
αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.
Μα έχεις και συ ανάμεσα στα φρύδια
τον ίδιο κόμπο υπομονής στα χείλη σου δαγκώνεις
καίει τα χέρια σου ο ίδιος λυγμός τιμόνι - Πρόσεχε!
Περνάμε πάνω από ένα τεράστιο πτώμα.
Τρέμεις σαν δάκρυ σε βασανισμένο βλέφαρο,
η κόμη σου αντηχεί στον άνεμο-μια μυρουδιά δαφνόφυλλου
υποφέρεις από νιότη.
πηδούν ανήσυχα στη θύελλα οι πυξίδες των ματιών σου.
Ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο,
να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα
να περάσουμε κι αυτή την πτυχή αηδίας
ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη ακόμα ένας σφυγμός!
Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης,
συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.
Δε θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές
ένας ήλιος σε κρατάει από τις μασχάλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου