«… πηγαίνει στον Παρθενώνα να προσκυνήσει τους θεούς που της επέβαλε η μοίρα και η νοημοσύνη. Είναι όμορφη – και το ξέρει. Παράξενα και ξωτικά όμορφη για τους Αθηναίους, που ξαπλωμένοι στα μαρμάρινα σκαλιά σταμάτησαν την πολιτική τους συζήτηση, για να την καμαρώσουν. Εκείνη, σαν γυναίκα πονηρή, καμώνεται πως δεν βλέπει το θαυμασμό στα μάτια των αντρών. Σιγανεβαίνει τα σκαλοπάτια πολύ αξιόπρεπα, με τα βλέφαρα τάχα σεμνά χαμηλωμένα».
«Φαίνεται πως έκανε τη βρομοδουλειά με τον αρραβωνιαστικό της. Είναι γκαστρωμένη, τεσσάρω μηνώ. Και τώρα την έζωσαν τα φίδια, να γυρίσει σύγκαιρα ο λεγάμενος, να παντρευτούν πριν γεννήσει το μπασταρδέλι».
«Αδιαφορεί αν πάνω σ ’εκείνο το κρεβάτι, το πλανεμένο κι αλήτικο, μια άλλη γυναίκα κυλιέται κάτω απ’ το κορμί του άντρα της, μολονότι μαντεύει πως αυτό γίνεται, πως έτσι είναι. Στην ψυχή της δεν χωράει ζήλια. Χαμογελάει μ’ επιείκεια για τις σαρκικές παρεκτροπές του Γιάννη. Δεν έχει σημασία αυτό· δεν την απατάει με την ψυχή του».
«“Δεν είναι σωστό να γλεντάει έτσι, φανερά κι απερίσκεπτα, με ύποπτες γυναίκες. Αν το μάθει η Λιλή θα στενοχωρεθεί, θα πονέσει”. “Ας πονέσει. Αυτός είναι ο κλήρος της γυναίκας που αγαπάει. Ας πονέσει”».
«Έχει εντελώς αποκτηνωθεί. Δεν είναι πια παρά μια μήτρα διψασμένη για συνουσία, με πέη υποταγμένα στην ηδονική της έκρηξη. Δεν είναι παρά ένα κτήνος πορνικό. Έγινε πια πόρνη. Προκαλεί πια τους πάντες χωρίς να το θέλει, χωρίς να καταλαβαίνει πως το θέλει. Την κυβερνάει η υπερέκκριση των ωοθηκών της. Ένα σφουγγάρι ποτισμένο στην πιο χυδαία εστραδιόλη, κυνικά προκλητικό, πρόθυμο να σμιχτεί με την κάθε τεστοστερόνη που θα συναπαντήσει μπροστά του».
«Κι όταν ένιωσε πως αυτός και το μίσος γίνηκαν ένα, τότε της είπε με μια φωνή πνιχτή:
— Πουτάνα!
Την άρπαξε απ’ τον ώμο, την έσπρωξε στην άλλη άκρη της κουζίνας, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε. Εκείνη κρατήθηκε από το τραπέζι να μην πέσει, τόσο δυνατά την είχε σπρώξει. Δεν μίλησε. Δέχτηκε τη βρισιά ατάραχη. Και πάλι στεκόταν ντούρα, προκλητική, περιμένοντας. Μ’ ένα πήδημα χίμηξε απάνω της και άρχισε να τη χτυπάει στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο στήθος, στη ράχη. Το μίσος έδωσε δύναμη υπεράνθρωπη στα χέρια του. Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε. Τα χτυπήματα ηχούσαν υπόκωφα, μουγκά στο ηχείο του κορμιού της. Τα δεχόταν δίχως μια φωνή, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Είχε κλείσει τα μάτια, είχε μισανοίξει τα χείλη. Στη μορφή της είχε χυθεί η ύπουλη εκείνη έκφραση, που κυμαίνεται ανάμεσα σε οδύνη κι ηδονή. Ένα πιο δυνατό χτύπημα στο μηλίγγι τη ζάλισε. Λύγισαν τα πόδια της, έπεσε γονατιστή.
— Μη με χτυπάς τόσο δυνατά, μουρμούρισε. Θα με σκοτώσεις· και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα…
Σταμάτησε να την χτυπάει· την κοίταζε κι ανάσαινε βαριά. Τότε εκείνη, καθώς ήταν γονατιστή, του αγκάλιασε σφιχτά τα γόνατα, ακούμπησε το κεφάλι της στα μεριά του και χαϊδεύτηκε σα γάτα.
Τώρα ξέρω πως μ’ αγαπάς, μουρμούρισε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου