[ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ…]
Όταν πεθάνω μη με λησμονήσης,
κι’ έλα κ’ εσύ στον τάφο μου μια μέρα
το χώμα μου με πόνο να φιλήσης
πριν σκορπιστή κ’ εκείνο στον αέρα.
Το στεναγμό μου πλειά δε θα γροικήσης
κι’ ούτε η ψυχή θα μένη στον αιθέρα,
μόνον το φως που κλειούσα θ’ αντικρύσης
σα φάντασμα να φαίνεται εκει πέρα.
Χόρτα κι’ αγκάθια η αγάπη μου θα γένη
κι’ ούτε η φύσι σ’ εσέ φωνή θα στείλη,
στον τάφο μου κι’ εκείνη νεκρωμένη.
Μόνον θ’ ακούς σα βελουδένιο χέρι,
στα μάτια, στα μαλλιά και μεσ’ στα χείλη,
την πνοή που παράδωσα στ’ αγέρι.
[ΕΙΣ ΚΟΡΗΝ]
Είνε στιγμές που ο δύστυχος
Τρελλαίνουμαι για σένα,
Και γέρνοντας στον ώμο σου,
Αισθάνομαι πως ζω.
Είνε στιγμές που ακίνητος,
Μς μάτια δακρυσμένα,
Για μια ματιά σου θάδινα
Και κόσμο κι’ ουρανό.
Κ’ είνε στιγμές που αισθάνομαι
Στα στήθη ανεμοζάλη,
Είνε στιγμές που η όψη σου
Το μίσος μου γεννά.
Είνε στιγμές που γέρνοντας
Στην τρυφερή σου αγκάλη,
Ζωή και νιάτα θάδινα
Να μη σε βλέπω πλειά.
(Ποιητική Ανθολογία Τόμος Α’, Εκδόσεις Μαλλιάρη Θεσσαλονίκη 1976).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου