Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζουμαι,
που πια να ταξιδεύουν δε μπορούνε
κι αράξαν στο νησί τους – και τις μέρες τους
ανώφελοι και άνεργοι περνούνε·
που είναι σαν ξένοι στη ζωή τη γύρω τους
και στο νησί τους σα φυλακισμένοι,
που σέρνουνται σκυφτοί και λιγομίλητοι
κι ο νους τους στα ταξίδια τους πηγαίνει·
που πάντα τη φανέλλα με την κόκκινη
την άγκυρα στο στήθος τους φοράνε
και που, όταν περπατάν, σκαμπανεβάζουνε
σα μέσα σε καράβι ακόμα να ’ναι.
που, στεριανοί, δεν παύουνε να γνοιάζουνται
για τον καιρό στη θάλασσα που κάνει,
που κι ούτε μιαν ημέρα δεν αφήνουνε
χωρίς να κατεβούνε στο λιμάνι·
και που, όταν ο χειμώνας μέσ’ στο σπίτι τους
τους κλείνει, μπρος στο τζάκι τους, τα βράδυα,
μ’ υπομονή κι αγάπη – για τ’ αγγόνια τους
είτε γι’ αυτούς – μικρά φτιάνουν καράβια.
Συμπεριλήφθηκε στην ποιητική συλλογή: Κώστας Ουράνης, Αποδημίες, Αθήνα, Εταιρία «Τύπος», 1920.
Αναδημοσιεύτηκε στη μεταθανάτια συγκεντρωτική έκδοση: Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1953, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου