α΄
Ως ότε από το στόμακρέμεται των θνητώναυλός λελυπημένοςκαι η φωνή του με κόπον
τρέμουσα εκβαίνει·
Ως μέσα εις τα πολύδενδραδάση το βράδυ εισπνέειτο τεθλιμμένον φύσημαμεσημβρινόν και φαίνεται
θρήνος ανθρώπων·
Εις τον ηρημωμένοναιγιαλόν της νήσουούτω φέρνουν τα κύματακαι το παράπονόν τους
οι Ωκεανίναι.
Τα γαλακτώδη μέλητων παρθένων της Χίουπλέον εσύ δεν ραντίζειςω λαμπρόν του Αιγαίου
ιερόν ρεύμα.
Όταν τα στήθη αφίλητα,θρίαμβος των Χαρίτων,βράδυ και αυγήν εδρόσιζεςεκαταφρόνεις τότε
τα ρόδα ηώα.
Τώρα χηρεύεις, τώρατους βαρβάρους θαλάμουςυπηρετούν, μιαίνονταιτα κάλλη των παρθένων
θεοειδέων.
Εκεί όπου η πανήγυριςτων Μουσών της Ελλάδοςάναπτε τα πυρά,και των ποδών εσήμαινε
τ’ άλυπον μέτρον·
Υβριστικά, υπερήφανατύμπανα ακούω· και βλέπωτην Ναβαθαίαν· εις αίμαβαμμένη επί τους πύργους
αεροκινείται.
Θλίβει ο καπνός το διάστημαγαλάζιον των αέρων·ούτως εις την ομίχληντου θανάτου, μειδίασμα
πνίγεται νέον.
Πόσους ναούς που εδέχοντοτας πτερωτάς της πίστεωςπροσευχάς και τα δώρα·πόσους βλαστούς σοφίας,
πόσας ελπίδας·
Ε, πόσους πνέοντας έρωταθαλάμους, τώρα η φλόγαβαρβάρως κατατρώγει·μισητόν ολοκαύτωμα
ενός τυράννου.
Στεναζούσης νυκτόςκαι του βαθέος άδουτρομεραί θυγατέρες,εσάς φωνάζω, εσάς
τας Ερινύας.
Τί ακαίρως τα βασίλειασκοτεινά κατοικείτετου ύπνου; ν’ αποσπάσετετα δεσμά των ονείρων
τί αργοπορείτε;
Τρέξατε· εδώ τον θόρυβοντων μεγάλων πτερύγωνφέρετ’ εδώ· κοιτάξατε,σκληράν σάς δείχνω κι άνανδρον
καρδίαν τυράννου.
Τας λαμπάδας αυτούτινάξατε, αυτού ρίψατεβροχήν πεπυρωμένην,αυτού Ερινύες πετάξατε
χιλίας εχίδνας.
Ο μιαρός, την μάχαιραν…ανατριχιάζω… τρέμουσιτα δάκτυλά μου… μίανπρος μίαν εσύντριψα
τας χορδάς όλας.
Ω λαιμοί των αθώωνπαιδιών μας, ω πλευράσεβάσμια των μητέρων,γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
αθλίως βρεγμέναι!
Εκδίκησιν ζητείτε;η φωνή σας ηκούσθη.Ποτέ εις την γην οι αθάνατοιτους ληστάς δεν αφήνουν
ατιμωρήτους.
Αν φύγωσι το δρέπανονθανατηφόρον, φάρμακαεπί τα χείλη ευρίσκουσιτου υμεναίου, και δράκοντας
εις τα ποτήρια.
Οι φοίνικες ξηραίνονταιτης Ειλειθύιας· βαρύνεταιεπάνω εις την καρδιάν τωντο σκότος της νυκτός
ως πλάκα τάφου.
Όχι φως και χαράν,αμή φλογώδεις άκανθαςβρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος,και η γη σχισμένη δίδει
αίματος βρύσεις.
Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;..τί λέγω;.. τιμωρίαναληθινήν και μόνην,φρικτήν, οι μιαροί
έχουσιν άλλην.
Την ένδειαν της γλυκείαςγαλήνης των δικαίων.—Ας ερημώσει ο πόλεμοςτην Ελλάδα πριν εύρει
της Χίου την μοίραν.
Όμως αν μιμηθείτο σκληρόν, την οργήνπαμμίαρον των εχθρών της,ας γένει, ας γένει μίσημα
παντός του κόσμου.
Τί είπον!.. διασκορπίσατεάνεμοι τους δυσφήμουςλόγους· ω των αγγέλωνπάτερ και ανδρών, βοήθησον
συ την Ελλάδα!
Η Λύρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου