Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Ανδρέας Κάλβος - Ωδή έκτη [VI]

 α΄

Ως ότε από το στόμακρέμεται των θνητώναυλός λελυπημένοςκαι η φωνή του με κόπον
τρέμουσα εκβαίνει·

β΄

Ως μέσα εις τα πολύδενδραδάση το βράδυ εισπνέειτο τεθλιμμένον φύσημαμεσημβρινόν και φαίνεται
θρήνος ανθρώπων·

γ΄

Εις τον ηρημωμένοναιγιαλόν της νήσουούτω φέρνουν τα κύματακαι το παράπονόν τους
οι Ωκεανίναι.

δ΄

Τα γαλακτώδη μέλητων παρθένων της Χίουπλέον εσύ δεν ραντίζειςω λαμπρόν του Αιγαίου
ιερόν ρεύμα.

ε΄

Όταν τα στήθη αφίλητα,θρίαμβος των Χαρίτων,βράδυ και αυγήν εδρόσιζεςεκαταφρόνεις τότε
τα ρόδα ηώα.

ς΄

Τώρα χηρεύεις, τώρατους βαρβάρους θαλάμουςυπηρετούν, μιαίνονταιτα κάλλη των παρθένων
θεοειδέων.

ζ΄

Εκεί όπου η πανήγυριςτων Μουσών της Ελλάδοςάναπτε τα πυρά,και των ποδών εσήμαινε
τ’ άλυπον μέτρον·

η΄

Υβριστικά, υπερήφανατύμπανα ακούω· και βλέπωτην Ναβαθαίαν· εις αίμαβαμμένη επί τους πύργους
αεροκινείται.

θ΄

Θλίβει ο καπνός το διάστημαγαλάζιον των αέρων·ούτως εις την ομίχληντου θανάτου, μειδίασμα
πνίγεται νέον.

ι΄

Πόσους ναούς που εδέχοντοτας πτερωτάς της πίστεωςπροσευχάς και τα δώρα·πόσους βλαστούς σοφίας,
πόσας ελπίδας·

ια΄

Ε, πόσους πνέοντας έρωταθαλάμους, τώρα η φλόγαβαρβάρως κατατρώγει·μισητόν ολοκαύτωμα
ενός τυράννου.

ιβ΄

Στεναζούσης νυκτόςκαι του βαθέος άδουτρομεραί θυγατέρες,εσάς φωνάζω, εσάς
τας Ερινύας.

ιγ΄

Τί ακαίρως τα βασίλειασκοτεινά κατοικείτετου ύπνου; ν’ αποσπάσετετα δεσμά των ονείρων
τί αργοπορείτε;

ιδ΄

Τρέξατε· εδώ τον θόρυβοντων μεγάλων πτερύγωνφέρετ’ εδώ· κοιτάξατε,σκληράν σάς δείχνω κι άνανδρον
καρδίαν τυράννου.

ιε΄

Τας λαμπάδας αυτούτινάξατε, αυτού ρίψατεβροχήν πεπυρωμένην,αυτού Ερινύες πετάξατε
χιλίας εχίδνας.

ις΄

Ο μιαρός, την μάχαιραν…ανατριχιάζω… τρέμουσιτα δάκτυλά μου… μίανπρος μίαν εσύντριψα
τας χορδάς όλας.

ιζ΄

Ω λαιμοί των αθώωνπαιδιών μας, ω πλευράσεβάσμια των μητέρων,γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
αθλίως βρεγμέναι!

ιη΄

Εκδίκησιν ζητείτε;η φωνή σας ηκούσθη.Ποτέ εις την γην οι αθάνατοιτους ληστάς δεν αφήνουν
ατιμωρήτους.

ιθ΄

Αν φύγωσι το δρέπανονθανατηφόρον, φάρμακαεπί τα χείλη ευρίσκουσιτου υμεναίου, και δράκοντας
εις τα ποτήρια.

κ΄

Οι φοίνικες ξηραίνονταιτης Ειλειθύιας· βαρύνεταιεπάνω εις την καρδιάν τωντο σκότος της νυκτός
ως πλάκα τάφου.

κα΄

Όχι φως και χαράν,αμή φλογώδεις άκανθαςβρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος,και η γη σχισμένη δίδει
αίματος βρύσεις.

κβ΄

Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;..τί λέγω;.. τιμωρίαναληθινήν και μόνην,φρικτήν, οι μιαροί
έχουσιν άλλην.

κγ΄

Την ένδειαν της γλυκείαςγαλήνης των δικαίων.—Ας ερημώσει ο πόλεμοςτην Ελλάδα πριν εύρει
της Χίου την μοίραν.

κδ΄

Όμως αν μιμηθείτο σκληρόν, την οργήνπαμμίαρον των εχθρών της,ας γένει, ας γένει μίσημα
παντός του κόσμου.

κε΄

Τί είπον!.. διασκορπίσατεάνεμοι τους δυσφήμουςλόγους· ω των αγγέλωνπάτερ και ανδρών, βοήθησον
συ την Ελλάδα!
Η Λύρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου