Χτες ήτανε μπουμπούκια
σεμνά, δίχως καμάρι κι’ υποσχέσεις.
Σήμερα τόσο ωραία
πρωί-πρωί όπως τάειδα, ταράχτηκα...
Μέσ’ στο άνοιγμά τους βόσκει
μια βίαιη δύναμη πούνε σαν τη νειότη.
Κ’ η νειότη αυτή που τρέχει,
τεντώνει τα σαρκώδη φύλλα ως τόξα
Κι’ ως τη ρίζα τ’ ανοίγει
και ξεχύνει της πρόκλησης το μύρο,
μόλις μ’ ένα φυλλάκι διπλωμένο
την παρθένα ομορφιά τους κρύβει.
Η πεταλούδα θάρθη.
- τ’ όνειρο μέσ’ στη μέθη τους περνάει.
Το ριγηλό θε να σηκώση φύλλο
και την καρδιά τους θάβρη.
Μα ω της κάμαράς μου
ωραίοι εξόριστοι θα σας παιδέψη
του ονείρου σας η πλάνη.
Το λίγωμά σας μάταιο θα περάση.
Τα μάτια μου ακλουθάνε
της σάρκας σας το αόρατο ανατρίχιασμα
κ’ η ερωτική σας νάρκη
με το μύρο περνάει μέσ’ στην καρδιά μου...
Η πεταλούδ’ αν είμαι
που σας λείπει, ανοίχτε στων χειλιών μου
τη λαύρα, τη μισόκλειστη καρδιά σας.
Ή αν θέλετε, θα βιάσω
με μι’ άγνωστη λαχτάρα στη γενιά σας
το ανθένιο μυστικό σας,
τη λατρευτή που σας ορθώνει νειότη...
Η ανάσα μου, η πνοή σας
δεν ξέρω τι σας έγυρε τα φύλλα...
τι μούσβησε το φως μέσα στα μάτια...
Οι τρίλλιες που σβήνουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου