Σε βλέπω ακόμα να περνάς κατάμονη στο πάρκο,
βασιλική, περήφανη στην ώριμη ομορφιά σου·
η περιφρόνηση άνθιζε, κρύο στα χείλια σου άνθος,
κ’ είτανε σα να κοίταζε από ψηλά η ματιά σου.
Σαν τις Αυτοκρατόρισσες της Ρώμης εκυλιόσουν
στων νέων τα στήθια κ’ ύστερα μακρυά σου τους πετούσες,
όπως πετάμε έναν ανθό που πια άρωμα δεν έχει
τέτοια ζωή οργιαστική και πρόστυχη εζούσες.
Είσουν εσύ που μου ’μαθες τις πλέον τεχνητές
τις ηδονές κ’ επόρνεψες το σώμα σου μαζί μου,
αναίσθητη μπρος στην ψυχρή την ενατένισή μου.
Όμως, σαν εντυνόσουνα και στέκουσουν μπροστά μου
κι άκουγα την προσταχτική και κρύα σου ομιλία,
έσκυβα – και τα χείλια μου τραυλίζανε: «Κυρία…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου