Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Δεκαπέντε ποιήματα

 

Η ποίηση δε μας αλλάζει

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά

Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι
ν’ αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία
να με ξεπλύνεις απ’ την περασμένη άνοιξη
Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου είναι
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
Κι αν τσουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη

Στην ενδοχώρα

Όσο κι αν προχωρώ στην ενδοχώρα
τίποτα δε μου σβήνει από τα μάτια
τον αιώνιο χωρισμό. Μες σε βαθιές κοιλάδες, λασπωμένες
απ’ τη βροχή, έρχεται το ψιθύρισμα του ήλιου με τη θάλασσα
παραπατώντας σ’ ένα σμίξιμο σφιχτό, ιδανικό
Πόσο γυαλίζουν μες στη στάχτη τους, έλεγε, πόσο
βαθαίνουν την καρδιά, ακρωτηριάζοντας
δάχτυλα και νευρώσεις, σκάβουνε
βαθιά μέσα στη γη για ναρκοπέδια
Μα εγώ καθώς προχώρησα στην ενδοχώρα, είδα
στην πυρκαγιά της θύμησης τη στάχτη μες στα φώτα

Κι αν είσαι άνθρωπος

Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο
κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη
Είσαι για μένα κούραση το βράδυ
μια μηχανή που σώπασε
μια ετοιμόρροπη φωνή
Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι

Στ’ ακρογιάλια

Γυρνάς ξανά στα μέρη που σε άλλαξαν
Φτωχά τα καφενεία δε σε ξεδιψούν
τώρα που μόνος σου συναίνεσες στη συμφορά
και η θάλασσα λαμποκοπά και τα χωριά ερήμωσαν
Πού να τον ψάχνεις στ’ ακρογιάλια ή στο βυθό
πού να ‘βρεις το ξανθό του το κουφάρι

Το πρόσωπό σου

Το αληθινό σου πρόσωπο, φεγγάρι που επιστρέφει
δε θέλει πια να εξαπατά, δε βρίσκει αντιστάσεις
μες στα γρανάζια της ζωής που ξεκολλούν και σβήνουν
τις λάμπες, όταν μέσα μου βραδιάζει
Το πρόσωπό σου στο κενό της νύχτας ανεβαίνει
είναι ακατάληπτο, μαρτυρικό, καθώς πληγώνει
είδωλο μιας απερίγραπτης στιγμής
η φοβερή ανάμνηση που δε θα ξημερώσει
Το πρόσωπό σου ξεσκεπάστηκε και είναι
γυμνό σαν ανατέλλει μες στη μνήμη
σα θάλασσα που κάποτε θα γίνει καλοκαίρι
Το πρόσωπό σου δε θα γίνει καλοκαίρι
μες στους ανθρώπους δε θα ξημερώσει

Πανέμορφος

Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε
πανέμορφος χλευάζοντας τη συμφορά σου
ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών
Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε
παίρνοντας δύναμη απ’ το χαμό των άλλων
ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί

Αεροδρόμιο Μίκρας

Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ’ έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό
Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα˙
έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για τη στιγμή που η φλόγα εγγίζει
γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα
Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα
μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας

Εκκοκκιστήρια Β’

Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό
σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην κατάχνιά και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισοφώτιστο βράδυ
Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκι-
στήρια να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή
δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
Φώτα και μηχανές μεσ’ απ’ τα τζαμωτά μας άφηναν
να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλι-
στρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ’ ένα σύν-
νεφο άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,
σα να είχαν δακρύσει
Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.
Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
σχεδόν σκορπίσει

Αποχαιρετισμός

Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα κάπου προς τον παλιό
σταθμό. Φυσούσε από το πρωί κι η θάλασσα ήταν
έρημη στα καφενεία και στα τραμ της αφετηρίας
Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγ-
κατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος
ο κόσμος του – πουλόβερ, βιβλία, γράμματα…
Επρεπε να ‘ρχονταν τα πράγματα αλλιώς,
μα το θελήσαμε τάχα
Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα.
Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου,
τόση ερημιά
Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε
φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα

Ερείπια της Παλμύρας

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν
Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα

Ψυχή μου χόρεψες

Ψυχή μου χόρεψες όλο το καλοκαίρι
ποιος φωτεινός σηματοδότης δεν το δείχνει
Ξεδίπλωσες το σώμα σου στο ήλιο του μεσημεριού
κολύμπησες τα μάτια σου στα δέντρα και στον κάμπο
κυλίστηκες στην αμμουδιά, τσαλάκωσες τον ουρανό
χόρεψες ως το χάραμα στην ακροθαλασσιά
μέσα στον κόσμο στα γραμμόφωνα στη θλίψη
Ψυχή μου χόρεψες για ένα μόνο καλοκαίρι

Το βράδυ

Τι ήταν αυτή η ξαφνική ευτυχία
Αναβαν φώτα στις βεράντες της ψυχής μου
ανέμιζε στα ολάνοιχτα παράθυρα
μ’ ένα προχώρημα της άνοιξης
δειλά μες στο αθέατο καλοκαίρι
Τότε κατάλαβα τη νιότη μου ν’ ανοίγει
σαν τα λουλούδια και τους στίχους να καρπίζει
κήποι και ποιήματα ποτιστικά πλημμύρα
όχι καρδιά μου τόση ευτυχία

Ο θάνατος του Μύρωνα

Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή
μέσα στην εκμηδένιση. Και όμως, χρόνια
μετά, ο Μύρωνας θα γίνει μουσική και φώτα
αίμα και γέλιο ενός παιδιού, σπαρμένοι
αγροί και θάλασσες, κι όλα τα μάτια των παιδιών
θα τον θυμίζουν γέρνοντας σα στάχυα
από ψιλή βροχή στα πεζοδρόμια. Εκείνος
ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου θα σωπαίνει
ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα
που η ζωή περιέχει. Γιατί τον είδα πόσο
καρτερικά φυτεύτηκε για πάντα ψιθυρίζοντας
ήμουν πολύ νέος για θάνατο, θα επιστρέφω πάντα
τα καλοκαίρια, όσο υπάρχεις, κι ύστερα
θα σταματήσουν όλα
Θεέ μου, ετοιμάζεις
κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου


Πηγή: https://popaganda.gr/art/nikos-alexis-aslanoglou/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window