Είμαι το σκοτεινό αυλάκι
Πού η βάρκα σου χαράζει στο νερό
Είμαι η υποταχτική σκιά
Πού η φοινικιά σου ρίχνει στη ρίζα της
Είμαι η μικρή κραυγή
Της πέρδικας
Πού τη βρήκαν τα βόλια σου
----
Ακούγεται η γλυκιά ανάσα των φοινικιών
Η γαλάζια βανίλια είναι άγρυπνη
Τα λουλούδια της κανέλας αναδεύουν το άρωμά τους
Κι ο ουρανός βάνει το γιγαντένιο του αυτί
Στη γη
Ν’ ακούσει αν έρχεσαι
----
Δε σ’ αποκάλυψε
Η καταιγίδα
Η φωνή σου
Δεν ανάβρυσε απ’ το δέντρο
Κάτω στο δρόμο
Κανείς δε σε είδε
Ώ δίχως να το ξέρω
Ήσουν μέσα μου πάντα;
----
Όταν ζυγώνεις η νύχτα όλη ανατριχιάζει
Οι τοίχοι σαλεύουν
Το γιασεμί μυρίζει πιο δυνατά
Η θάλασσα ανασαίνει πιο γλήγορα
Κι ο ανάστατος άνεμος
Σιάζει τα μαλλιά μου
Όπως σ’ αρέσουν
----
Από τότε πού γεννήθηκα
Είμαι στολισμένη για τον ερχομό σου
Δέκα χιλιάδες μέρες πέρασαν
Κι όλο πηγαίνω να σε συναντήσω
Οι χώρες στένεψαν
Τα βουνά χαμηλώνουν
Τα ποτάμια λίγνεψαν
Το κορμί μου μεγάλωσε με ξεπέρασε
Απλώνεται απ’ την αυγή ως το λυκόφως
Σκεπάζει όλη τη γη
Όποιο δρόμο κι αν πάρεις
Θα περπατήσεις επάνω μου
----
Δεν ήθελα να είμαι
Παρά ο κέδρος μπροστά στο σπίτι σου
Ένα κλαδί του κέδρου
Ένα φύλλο του κλαδιού
Μια σκιά του φύλλου
Η δροσιά της σκιάς
Πού χαϊδεύει τον κρόταφό σου
Για ένα δευτερόλεπτο
----
Το κόκκινο πιπέρι μπήγει κραυγές
Δεν κρατάει πιά κρυφά τη λαχτάρα σου
Ο θάμνος της βανίλιας
Είναι ένα σύννεφο ηδονής
Μια θύελλα από κανέλα πλημμυρίζει τον κόσμο
Το δέντρο της βροχής
Μου ‘σταξε το πρώτο μου δάκρυ
----
Στητός κάτω απ’ τις εκατό λεμονιές σου
Ξέρεις να περιμένεις
Τους καρπούς να γίνουν χρυσάφι
Ορθός ανάμεσα στα χίλια βόδια σου
Τά προστάζεις
Να βόσκουν τα πιο τρυφερά λουλούδια
Ξέρεις να βασιλεύεις
Παίρνοντας το νόμο απ’ τους πατέρες
Δίνοντας το νόμο στους γιούς
Ώ κύριε της ζωής
Φιλώ το δεξί και τ’ αριστερό σου χέρι
----
Αφότου με γνωρίζεις
Γνωρίζω πιά τον εαυτό μου
Το σώμα μου το ‘νιωθα πιο ξένο
Κι από μια ήπειρο μακρινή
Δεν εξεχώριζα
Ανατολή και Δύση
Ο ώμος μου απόκρεμνος
Ξεφύτρωσε σα βράχος
Ξάφνου το χέρι σου σοφό
Μού δίδαξε ποιά είμαι
Το πόδι μου βρήκε το βήμα του
Η καρδιά μου το χτύπο της
Τώρα αγαπώ τον εαυτό μου
Όπως κι εσύ μ’ αγαπάς
----
Είμαι το λαγήνι πού ένας άξιος τεχνίτης
Το ‘πλασε ελαφρό και καλόδεχτο
Και σε περιμένω, ώ ουσία μου!
Ρίξε μου, εραστή μου
Το κρασί της δύναμής σου
Το λάδι της καλωσύνης σου
Το δροσερό νερό της πίστης σου!
Δε με νοιάζει μα σε ικετεύω άκουσέ με
Και δώσ’ μου τ’ όνομά μου!
----
Περνώντας απ’ το δρόμο των αρχόντων
Δε βλέπεις το φτωχό σαφράνι
Το πανωφόρι σου όμως κρυφά το χαϊδεύει
Και προφταίνει να πάρει
Λίγη χρυσή σκόνη
Της αγάπης του
----
Είμαι η γή
Πού οργώνεις
Να σπείρεις το ρύζι και τη χαρά
Κάτω απ’ τ’ αναγάλλιασμα των ποδιών σου
Τα λιβάδια μου χορεύουν
Ο ήλιος κυλάει απ’ το κεφάλι σου
Μά όταν απλώνεις τη σκιά
Παγώνω σά μια πεθαμένη
Μια μέρα σκάφτοντάς με
Θα βρεις τον τάφο σου
----
Ψιθύρισε ποια είμαι
Ζάλισέ με με την ίδια μου την ομορφιά
Πλάνεψέ με με το κρυφό μου το άρωμα
Η γυναίκα τη μέθη
Την πίνει στο σιντεφένιο αυτί
Βρίσκει τον εαυτό της
Μόνο βαθιά στους καθρέφτες της
----
Όταν το ηφαίστειο με τα γυριστά χείλια
Φτύνει το αίμα
Αναταράζει τη γη
Καίει τα δάση
Συντρίβει τα πουλιά
Και τρώει τον ήλιο
Δε φοβάμαι
Φοβάμαι
Τα σφιγμένα χείλη σου
Όταν σωπαίνουν
----
Είμαι το ρυάκι σου
Πού μέθυσε με δυόσμο
Σκύψε πάνω μου
Για να σού μοιάσω
Κολύμπησε μέσα μου
Να νιώσεις πώς τρέμω
Φάε τα ψάρια μου
Να μ’ αφανίσεις
Πιές με
Να με στερέψεις
Αγάπησέ με
Θα σε συντρέξω να πνιγείς
----
Δρέψε, ώ εσύ πού τά φρόντισες
Τα δυό πορτοκάλια του κόρφου μου
Τά ‘θελες γλιστερά
Ν’ αρέσουν στις φούχτες σου
Και δροσερά για τη νυχτερινή δίψα
Άνοιξέ τα
Σπάραξέ τα
Το χρυσό τους αίμα
Άς σε ποτίσει κι ας σε θρέψει
----
Κύριε, σε νιώθω να ζυγώνεις
Οι πλεξούδες σου προφητεύουν τη θύελλα
Τα μάτια σου γέμισαν αστραπές
Το τσεκούρι σου λάμπει
Και θα πελεκήσει τον ήλιο
Το χέρι σου πού κιόλας υψώθηκε
Το βελούδινο και μπρούντζινο χέρι σου
Με ξεριζώνει απ’ τη γη
Και με ρίχνει μ’ ορμή
Στους αγγέλους
----
Στο φιλί σου πιο βαθύ κι απ’ το θάνατο
Νιώθω τη λύσσα σου να ξαναμπείς στη γη
Να γυρίσεις πίσω στο χάος σου
Λυώνεις
Χάνεσαι
Σύννεφο πέφτεις
Ποτάμι τρέχεις στη θάλασσά σου
Κι η σάρκα μου σε δέχεται σαν ένα μνήμα
----
Φύτεψες μπρός στην πόρτα μου
Μια τρυφερή λεμονιά
Έχει μονάχα δυό κλαδιά
Μ’ ένα χρυσό καρπό στο ένα
Μ’ ένα ασημένιο ανθό στο άλλο
Με θές
Παρθένα ή μητέρα;
----
Αυτή τη νύχτα ένα όρνιο
Μπήκε στην κάμαρά μου
Πλατάγιζαν βαριά
Οι χάλκινες φτερούγες του
Ένιωσα στο κορμί του
Τη ζοφερή του σκιά
Κι όλο το στερέωμα
Έλυωσε πάνω μου
Μόλις άρχισε να πίνει
Το κοιμισμένο αίμα μου
Όταν ξύπνησα ένα μαύρο φτερό
Έμεινε πάνω στην καρδιά μου
----
Ο φίλος μου δουλεύει
Στη φυτεία του καουτσούκ
Χαϊδεύει ολημερίς τα λαστιχόδεντρα
Τυλίγεται στην πράσινη σκιά τους
Κι αγγίζει τα γυμνά τους κορμιά
Μα ξάφνου μπήγει το μαχαίρι του
Κι αναβλύζει το αίμα απ’ τους προδομένους κορμούς
Μετά γίνονται πάλι τρυφερά τα χέρια του
Και δένουν μ’ αγάπη
Την πληγή που κλαίει
Όλη τη νύχτα πλάϊ μου
Ξαναρχίζει τα ίδια
----
Σκεπάστηκα μ’ εφτά πέπλα
Για να με ξεσκεπάσεις
Εφτά φορές
Μυρώθηκα μ’ εφτά μύρα
Να με μυρίσεις
Εφτά φορές
Σου είπα εφτά ψέματα
Να μ’ αφανίσεις
Εφτά φορές
----
Έλεγα ότι είσαι ο ήλιος που κάνει ν’ ανθίσουν τα
ροδόδεντρα
Έλεγα πώς είσαι το πέτρινο άγαλμα που προστάζει
την πορεία των ημερών
Έλεγα ότι είσαι ο αστραφτερός βασιλιάς που θνητός
δεν τολμά να ζυγώσει
Μά όταν με το συντεφένιο μου δάχτυλο
Άγγιξα τον περήφανο ώμο σου
Έγινες ένα μικρό πολύ μικρό αγόρι
Πού κρύβει το φόβο του στη μελαψή μου μασχάλη
----
Σκαρφάλωσα στη μουσμουλιά
Για να σε δω που πηγαίνεις
Στο γαλάζιο βουνό
Σε είδα να φεύγεις μέσ’ από τα ροδόδεντρα
Νεφέλες οι άσπροι παπαγάλοι
Ανέβαιναν σα σκόνη
Γύρω απ’ τα βήματά σου
Κι όταν πέρασες το τελευταίο μονοπάτι
Είδα σ’ ένα σύννεφο μέσα
Τη σκιά σου στραμμένη σε μένα
----
Θεοί! Ξεριζώστε τα μάτια απ’ τη μορφή μου
Πού ανοίγουν διάπλατα δίχως να τον βλέπουν
Κόψτε τα χέρια μου που μείναν άδεια
Κομματιάστε τ’ άχρηστα μπράτσα μου
Σταματήστε τ’ ανήσυχα πόδια μου
Και τις γοργόφτερες κνήμες μου
Στον άσκοπο πια δρόμο τους
Θεοί ! Κάντε με να πεθάνω
Για να με φέρει στο νου του ακόμη μια φορά
----
Με πήρε ο ύπνος πάνω σ’ ένα σύννεφο
Άσπρου γιασεμιού
Το γέρικο βουνό έβαλε
Το ρυάκι του να με λικνίσει
Το φεγγάρι χόρεψε για χάρη μου
Στην κορφή των πεύκων
Ένα πουλί κέντησε με το ράμφος του
Το στερνό στεναγμό της καρδιάς μου
----
Όταν όλα μου τα πάρεις
Το δέρμα από τη σάρκα μου
Τη σάρκα απ’ τις πλευρές μου
Τον ουρανό απ’ τα μάτια μου
Τα μάτια απ’ το κεφάλι μου
Όταν δε θα ‘μια παρά μια πνοή
Για να προφέρω τ’ όνομά σου
Μπορεί τότε να νιώσω
Πως είμαι όλη δική σου
----
Κατοικώ στο σώμα μιάς νεκρής
Όλη η χαρά μου πέταξε
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα δεν παγιδεύουν πιά το φως
Τα γόνατά μου θρύβονται σαν άμμος
Όλα μ’ αφήνουν
Τ’ αγρίμια μόνο τριγυρνάνε πάντα
Κι οσμίζονται το λείψανο της καρδιάς μου
----
Ξεφυτέψτε όλα τα λουλούδια
Ποδοπατήστε τις φτέρες
Κόψτε τις εκατόχρονες φοινικιές
Ξεριζώστε τις δάφνες της δόξας
Και φυτέψτε
Μπρός στην άδεια καλύβα μου
Το μαύρο κυπαρίσσι
Το δάχτυλο
Του θανάτου
Πηγή: http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2018/03/ivan-goll-chansons-malaises.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου