Δεν είν’ το αν θα τελειώσει γρήγορα η γιορτή,
αν θα τελειώσει γρήγορα η κηδεία
η μεγαλόπρεπε που σου ‘καναν
(όλος ο κόσμος να μιλά για εσένα,
στην πόλη ολάκερη επικράτησαν οι πένθιμες καμπάνες σου).
Δεν είναι το “γρήγορα” που φταίει.
Γιατί επιτέλους και τ’ “αργά” πόσο κρατά
και ποιαν ασφάλεια θα σου δώσει
αφού και στην αρχή-αρχή του αν στέκεις
βλέπεις το τέλος να ‘ρχεται, το ξέρεις;
Είν’ άλλο αυτό που εκμηδενίζ3ει την κηδεία και τη γιορτή:
η τρομερή ερημιά π’ απλώνεται μόλις τελειώσει
χωρίς μέση κατάσταση.
Κι ενώ στις έντεκα συνωστιζόντουσαν στην εκκλησιά τα πλήθη,
στις έντεκα και δέκα ούτε ψυχή.
Κλειστές οι πόρτες. Δεν υπάρχει
παρά ένα λάβαρο μονάχα στην αυλή γελοίο
που τ’ άφησαν προκάλυψη
(υποταγμένον, άψυχο)
στη θέση που εγκατάλειψαν αυτοί…
Ω, μην αφήσετε το φύλακα να κράξει
στα τελευταία παιδιά π’ απόμειναν χαζεύοντας στους τάφους:
-Άντες να βγήτε και θα κλείσουμε!
Ας μην ακούσω αυτή τη φράση,
ας μην ξέρω πως θα ειπωθεί.
Ανθολογία Κυπρίων ποιητών του Ανδρ. Σ. Ιωάννου, 1951.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου