στον Λεόν Οστρόφ
Κύριε
Το κλουβί γίνηκε πουλί
και πέταξε
κι η καρδιά μου είναι τρελή
γιατί oυρλιάζει στο θάνατο
και χαμογελάει πίσω από τον άνεμο
στα παραληρήματά μου.
Τι θα κάνω με τον φόβο;
Τι θα κάνω με τον φόβο;
Δε χορεύει πια το φως στο χαμόγελό μου
ούτε οι εποχές του χρόνου καίνε περιστέρια στις ιδέες μου
Τα χέρια μου γυμνώθηκαν
και πήγανε εκεί όπου ο θάνατος
μαθαίνει τους πεθαμένους να ζουν.
Κύριε
Ο αέρας τιμωρεί το είναι μου
Πίσω απ’ τον αέρα είναι τέρατα
που πίνουν απ΄το αίμα μου.
Είναι η καταστροφή
Είναι η ώρα του κενού μη κενού
Είναι η στιγμή να βάλω τσιρότο στα χείλη
ν΄ακούσω τους καταδικασμένους να φωνάζουν
να παρατηρήσω το καθένα απ΄ τα ονόματά μου
απαγχονισμένα στο τίποτα.
Κύριε
Είμαι είκοσι χρονώ
Τα μάτια μου επίσης είναι είκοσι χρονώ
και εντούτοις δε λένε τίποτα.
Κύριε
Ανάλωσα τη ζωή μου σε μια στιγμή
Η τελευταία αθωότητα ξέσπασε
Τώρα είναι ποτέ ή ποτέ των ποτών
ή απλώς υπήρξε
Πώς δεν αυτοκτονώ μπρος σ’ έναν καθρέφτη
και δεν εξαφανίζομαι για να ξαναφανώ στη θάλασσα
όπου ένα μεγάλο πλοίο θα με περιμένει
με τα φώτα αναμμένα;
Πώς δεν βγάζω τις φλέβες μου
Και δεν φτιάχνω μ΄αυτές μια σκάλα
για να αποδράσω στην άλλη πλευρά της νύχτας;
Η αρχή γέννησε το τέλος
Όλα θα συνεχίσουν το ίδιο
Τα χαμόγελα ξοδεμένα
Το ενδιαφέρον να έχει ενδιαφερθεί
Οι ερωτήσεις από πέτρα σε πέτρα
Οι χειρονομίες που μιμούνται αγάπη
Όλα θα συνεχίσουν το ίδιο
Αλλά τα χέρια μου επιμένουν ν’ αγκαλιάζουν τον κόσμο
διότι δεν τους δίδαξαν ακόμα
ότι είναι πια πολύ αργά
Κύριε
Λούσε τα φέρετρα με το αίμα μου
Θυμάμαι την παιδική μου ηλικία
όταν ήμουν ηλικιωμένη
Τα λουλούδια πέθαιναν στα χέρια μου
γιατί ο άγριος χορός της χαράς
τους κατάστρεφε την καρδιά
Θυμάμαι τα μαύρα πρωινά του ήλιου
όταν ήμουν παιδί
δηλαδή χτες
δηλαδή πάνε αιώνες
Κύριε
Το κλουβί γίνηκε πουλί
και κατασπάραξε τις ελπίδες μου
Κύριε
Το κλουβί γίνηκε πουλί
Τι θα κάνω με μένανε;
Από τη συλλογή «Οι χαμένες περιπέτειες», 1958
Μετάφραση Αμαλία Ρούβαλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου