ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ
ΤΟ ΞΕΡΩ
Πολλά τα βάσανά σου
το ξέρω
κ’ έγγισα ο ίδιος
τις πληγές
που σου ανοίξαν μ’ επιμέλεια
κ’ εκείνο το καρφί
που σου αφήσανε στο στήθος
για να ’χει κάπου
ν’ ακουμπά τη λύπη της
η μάνα σου.
ΤΟ ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ
Τώρα πολύ μακρυά
φιλέρημος τραγουδιστής
σ’ έναν έρημο κόσμο
που ο Θεός του
την όγδοη μέρα εγκατέλειψε.
(Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΗΡΙΟ, 1970)
ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Τη νύχτα έφτασα στη θάλασσα,
Ήταν βουβή και πάνω της τ’ αστέρια (άνω τελεία)
τ’ αμέτρητα κι ολόλαμπρα επίθετά της.
(ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΚΑΡΠΩΝ, 1977)
Ζεστό μεσημέρι
Κάνεις να περνάνε απαρατήρητα
Πράγματα που δίχως εσένα
Θα μοιάζανε συνταραχτικά.
Πέρασα δίπλα τους. Έφυγα. Ταξίδεψα.
Πήγα μακρυά μέσα στην ίδια πόλη.
Απομακρύνθηκα απ’ ό,τι λαχταρούσα
να συναντήσω.
Τυλιγμένος στην καφετιά μαντόρλα του νέφους.
Με το μυαλό μου γεμάτο σάρκα δροσερή
Που τίποτα δεν εννοούσε να καταλάβει.
Είναι η απόσταση που φέρνει τις συναντήσεις.
Κι ο άνθρωπος πάντα αγαπά
Αυτό που λιγότερο καταλαβαίνει.
Γιατί αυτό που καταλαβαίνει
Είναι λιγότερο από τον άνθρωπο
Και δεν αξίζει να το αγαπά.
*
Δεν ξέρω τον κόσμο
Πριν απ’ την πτώση του.
Ξέρω μόνο την πτώση.
Γι’ αυτό καθημερινώς την εορτάζω.
Ιδίως τα μεγάλα φωτεινά μεσημέρια.
Όταν κάθομαι στις ερημωμένες πλατείες
Και χαϊδεύω με τα μάτια μου
Αυτά τα θρύμματα.
Τις απτότατες αποδείξεις
Της ζωής μου.
(Αφού ζωή είναι αυτό
Που θρυμματίζεται.)
*
Τι τεράστια ανωνυμία ο θάνατος.
(Και τι Μνήμη,
Θεέ μου!
Κ α ν έ ν α
Δεν ξεχνάει!)
*
Έρωτα
Δεν είσαι τίποτ’ άλλο
Από την άγνοια
Αυτού που λαχταράει.
Αρρώστησα.
Γνώρισα την άγνοια
Και σε λαχτάρησα.
Ακόμα και τη μέρα
Αγρύπνησα.
Απ’ όλα τα πλάσματα
Μόνον εσύ–
Και λίγα φαρμακεία–
Διανυκτερεύεις.
Αλλά για σένα, Έρωτα,
Φάρμακο δεν βρήκα
Κανένα.
*
Τι να προτιμήσω;
Το φως του ήλιου ή το φως της αγάπης;
Το ένα σου δείχνει τα μεγάλα κύματα.
Το άλλο σε βοηθά να χαθείς μαζί τους.
(ΖΕΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, 1984)
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΟΤΕ
Είναι ανάποδη η εποχή κι ωστόσο
Καθώς τα νερά σ’ ένα πλοίο
που βυθίζεται
Η ομορφιά εισβάλλει από παντού
Οι στίχοι
Φτωχά ψίχουλα πάνω στο χαρτί
Μπορούν να θρέψουν τους κουρασμένους
και τους νηστικούς
Μπορούν να σχίσουν τα βουνά
να περάσουν τη θάλασσα
Να κατεβούν απ’ τον ουρανό
στα υψωμένα ποτήρια
στα τρυφερά μέλη
Η καρδιά μας εξέχει
Σαν τ’ αυτιά του λαγού πίσω
Απ’ τη φτέρη
Οι πυροβολισμοί τη γεννάνε
Η αδιαφορία την τρέφει
Η παγωνιά τη ζεσταίνει
Κόκκινη τρυφερή
Πληθαίνουν οι μελαγχολικοί κι ωστόσο
Το τραγούδι δεν σταματά ποτέ.
ΟΜΟΡΦΗ ΛΥΡΑ
μνήμη Μήτσου Παπανικολάου
Καθώς αέρας
Πέτρες που έχτισε ο άνεμος
Το στάχυ θ’΄αντέξει;
Το φύλλο οτυ καλαμποκιού;
Η μέρα περνά
Με τους μεγάλους καθρέφτες της σιγής στα φτερά της
Πάνω από τα έρημα μέρη του Καλοκαιριού
Παίρνει τα λίγα αγκάθια
Τις πέτρες χαϊδεύει
Αυτές που έχτισε ο άνεμος
Καθώς ταξιδεύει
Ενώ απ’ τα ψηλά βουνά κατεβαίνει
Σκοτεινός Χειμώνας
Ζητώντας ταυτότητες
(ΓΡΑΦΕΩΣ ΚΑΤΟΠΤΡΟΝ, 1989)
ΑΚΤΗ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΩΤΗ
1.
Ένα ξυπόλητο παιδί δεν τραγουδάει
κρατάει ένα μικρό πανέρι με λουλούδια
και πάντα στο προσφέρει σιωπηλό
Δεν θά ’θελε μαζί σου να γεράσει
και μάλιστα σ’ αυτή την ίδια καφετέρια
Οι γέροι έχουν ένα βαθύ κρεββάτι μες στο στόμα
στον τραπεζίτη πάνω φέγγει ένα ωχρό αμπαζούρ
κι η γλώσσα μπαινοβγαίενι ακατάπαυστα
καθώς στο ράφι τα κιτρινισμένα λεξικά
9.
Και πάλι στο καφενεδάκι απέναντι
τον κόσμο αφήνοντας ξανά στη μέση
βιβλίο που του σκίσαν ένα φύλλο
Από της μέρας το ποτάμι σύρθηκε έξω
για να το δει για λίγο πλάι να κυλά
Γερή κατεβασιά στ’ αλήθεια
σαν να ’σπασαν του Χρόνου τα νερά
και σέρνουν στο λιμάνι τ’ αυτοκίνητα
θορύβους μπερδεμένους με διαβάτες
θάλαττα θάλαττα που δεν φωνάζουν πια
Σ’ αυτό το χώρο νιώθει αγέννητος πολύ
παρέα μ’ όλους τους εξ αναβολής
Εδώ την πόρτα δεν πρόκειται κανείς
να την ανοίξει καλώντας τον
με τ’ όνομά του
(ΑΚΤΗ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΩΤΗ, και άλλα ποιήματα, 2009)
ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
Πρωί και κρύο φως απ’ το ψυγείο με τ’ αναψυκτικά
και ώρα δέκα αναχώρηση απ’ τον διάδρομο τον πρώτο
κατάσαρκα για Λάρισα φορώντας μαύρα υλικά
που κάνουνε την ομορφιά σου να ραγίζει
Παιδί μάνα πατέρας μορφή αγαπημένη
το σώμα πάντα θα πονάει στο χωρισμό
Δεν είν’ η θλίψη στο Σώμα το Αστυνομικό
από τον θάνατο στον Τύρναβο του συναδέλφου
μα του οχτάχρονου παιδιού που το μαθαίνει στο σχολειό
Δεν πάει κάτω η Μαύρη Τρύπα που την ύπαρξη ρουφάει
το κάθισμα το άδειο που για λίγο την αύρα σου κρατά
το μάτια μου τα μάτια που δεν θα ξαναδούν
ΣΤΗ ΜΑΝΤΡΑ ΠΛΑΙ
Μεσημέρι με κρύο μα ήλιος δυνατός
κι η μάντρα πλάι στο γκρεμίδι ό,τι πρέπει
να φορτωθεί το τσάι σου μαζί με το κονιάκ
Μέσα μου σκάει ανεξήγητη χαρά
σαν να ’ρθε και με χάιδεψ’ από πίσω
ξανθειά θεά που μόνο εγώ τη βλέπω
Εχθρούς κακούς και φτώχεια ψυχοφθόρα
δεν φοβάται όποιος μ’ ορμή και τώρα
καταβρέχει το σοβά
στεγνά κρατώντας ακόμη τα παπούτσια
(ΑΠΟΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ, και άλλα ποιήματα, 2012)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/en-archi-ine-i-piisi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου