Και τη νύχτα ολάκερη, γονατισμένη,
τον φώναζε η ξαγρυπνισμένη,
αδύναμη παρθένα: αυτός ο Δράκος, να,
δεν ξέρω κι εγώ γιατί αγρυπνά.
Κι εφάνη μέσα απ’ τα χαράματα,
στο άτι του πάνω, και του αστράφταν τ’ άρματα,
και τον είδε θλιμμένη, στοιχειωμένη,
ψηλά να θωρεί, γονατισμένη,
προς τη λάμψη, που αυτός ήταν. Τώρα
λάμποντας ορμούσε μέσα απ’ τη χώρα,
με υψωμένα τα χάμουρα, προς τον
κίνδυνο τον ανοιχτό,
τρομερός, μα παρακαλετός.
Γονατισμένη, πιότερο στη γη ‘χε πέσει,
σφίγγοντας τα χέρια, να τη συμπονέσει,
γιατί δεν ήξερε, πως υπήρχε αυτός,
που η αγνή της και πρόθυμη καρδιά
απ’ το φως της θεϊκής συνοδείας τον τραβά.
Στο πλευρό της πάλης του στεκόταν,
καστέλλι, η προσευχή που προσευχόταν.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε ( 1875 – 1926 )
(Π. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος,
μτφ. Άρης Δικταίος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου