Αγρυπνώ απόψε
γράφοντας το τελευταίο μου ποίημα.
Έκπτωτη πια ποιήτρια
ενός κόσμου ακρωτηριασμένου.
Αγρυπνώ θρηνώντας
εκείνα τα παιδιά
με τα χέρια τα μελιτζανί
και τα γύψινα πόδια,
με τις νήπιες ρυτιδιασμένες σάρκες.
Τ’ άκουσα απόψε να θρηνούν,
με υγρά τα πνευμόνια τους,
τυμπανισμένα τα σωθικά τους
και τις κόρες των ματιών διεσταλμένες.
Άκουσα κι εκείνες τις γυναίκες,
με το νεκρό φεγγάρι
τρυπωμένο μες στα μάτια τους,
με τα σκισμένα φλάμπουρα για ντύμα τους,
με κείνο το ματωμένο «γιατί»
σφηνωμένο στο λαρύγγι τους.
Τις άκουσα να τους τραγουδούν
—θαρρώ, σ’ όλον τον κόσμο ίδιο είναι—
εκείνο το νανούρισμα:
«Κοιμήσου, αγγελούδι μου,
παιδί μου, νάνι–νάνι,
να μεγαλώσεις γρήγορα,
σαν τ’ αψηλό πλατάνι».
Κι έπειτα εκείνες οι γυναίκες χλόμιασαν.
Και το γάλα στα στήθη τους πέτρωσε.
Και των παιδιών το κλάμα έπαψε.
Και τα κορμιά τους
αιωρήθηκαν στο άπειρο,
απαλλαγμένα πια απ’ τη βαρύτητα.
Κι έπειτα
άκουσα εκείνα τα παιδιά να με φωνάζουν ΜΑΝΑ.
Ασυμφωνία Τύπου Ξι, Εκδ. Πικραμένος 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου