Οι ανεμόμυλοι
Στα χρόνια των παππούδων μας
οι μύλοι του νησιού είχανε φτερά,
αυτά που ο Δον Κιχώτης νόμιζε
χέρια γιγάντων. Τώρα είναι ασάλευτα.
Οι γείτονες μας θριαμβολογούν
που επαληθεύτηκαν οι λογικές τους
ερμηνείες. Δεν υποπτεύονται
πόσο μίζερη έγινε η ζωή μας
με τους ανάπηρους ανεμόμυλους.
Γιώργης Μανουσάκης, Τα Ποιήματα 1967-2007, Τόμος Β’, Ανέκδοτα - Αθησαύριστα, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2013.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Κύματα κύματα η βροχή δέρνει το τζάμι.
Πίσω απ’ το τζάμι κάθεται ο τυφλός.
Ακούει τον ήχο της βροχής και νοιώθει
τα νερά να κυλούν στο πρόσωπό του.
Σφαλίζει τα ματόφυλλα, προσεύχεται
«Κύριε των υδάτων, ξέπλυνε
και την τυφλότητα μου, κάμε
όταν θ’ ανοίξω τα βλέφαρα
να δω το χρώμα της βροχής».
(Μικρές Καθημερινές Στιγμές)
1945, 23 ΤΟΥ ΜΑΗ
Οι στρατιώτες με τα σιδερένια κράνη
με τις βαθιά κρυμμένες κρύες λάμψεις
των ματιών, στοιχισμένοι
στις άψογες τετράδες τους,
βροντώντας τις μαύρες τους μπότες
στις πλάκες του δρόμου, τραγουδώντας
τα τραγούδια της νίκης οι ηττημένοι
διασχίζουν για στερνή φορά την πολιτεία.
Οι κάτοικοι κοιτάζουν απ’ τα πεζοδρόμια.
Πολλά μάτια γυαλίζουνε χαρούμενα.
Άλλοι σχολιάζουν μεγαλόφωνα. Μαυροντυμένες
γυναίκες καταριούνται. Δυο τρία παιδιά
απλώνουνε τα πέντε δάχτυλα ξεθαρρεμένα.
Όμως κανένας δεν πλησιάζει πιο κοντά
κανένας βέβαια δεν τολμά ν’ απλώσει χέρι
στο πολυκέφαλο, στο πολυπόδαρο θεριό
που κατεβαίνει κατά το λιμάνι
για να μπαρκαριστεί σε πλοία ιγγλέζικα.
Φόβοι τεσσάρων χρόνων μας μουδιάζουν.
~
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ένα όνομα πλάθω
από οδύνη κι ονείρο
να σημειώνει το στίγμα μου
στην πετρωμένη έρημο του χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου