Α, ναι∙ οι κυνηγοί∙ οι κυνηγοί∙ με ίχνη μπαρούτης στο βλέφαρο. Στάθηκαν στο έμπα της πόρτας, αφήνοντας μικρά λοφάκια χιόνι. Προχώρησαν διστακτικοί. Δεν ήξεραν πού ν’ ακουμπήσουν τα όπλα, τα χέρια τους, τα σκοτωμένα πουλιά. Δεν ήξεραν πού ν’ αδειάσουν το χιόνι που βάραινε τις τσέπες. Κανείς δεν ήταν να τον ρωτήσουν, ενώ το χιόνι έλιωνε στις σκάλες κι ένα λυκόφως στήριζε το δωμάτιο.
Εκείνη τη στιγμή εσύ λουζόσουν.
Δεν είχες όνομα.
Τρέχανε τα νερά μαζί με τα μαλλιά σου.
Το ’ξερες πως θα επέστρεφαν.
Το ’ξερες πως έτσι θα επέστρεφαν.
Μικρόφωνο, 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου