Ο ποιητής όταν βγαίνει απ' τη λύπη του
αισθάνεται εξοργισμένος.
Χαμένος ανάμεσα στα μέταλλα και τις λάμψεις
δεν έχει ένα στίχο ν' ακουμπήσει τον τρόμο του.
Ένα πρόσωπο να ντύσει το πρόσωπό του.
Ξαφνικά τον ζαλίζουν τα φώτα που πέφτουν απάνω του.
Τα κρουστά και τα χάλκινα απ' τα μεγάφωνα τον μαυλίζουν.
Μπροστά του οι σειρήνες με τ' ακάλυπτα στήθια
και τα λυτά μυρωμένα μαλλιά.
Πίσω του τα στενά μισοφωτισμένα σοκάκια.
Με τους πληρωμένους φονιάδες.
Με τα μαγικά παλάτια της Κίρκης.
Τα μεθυστικά βοτάνια του έρωτα.
Αυτός που ζυγιάζει το πάθος του με μικρά καθημερινά κέρδη
χάνεται μέσα στο θόρυβο.
Αυτός που διστάζει, βουλιάζει.
Και μόνο ο για το μέσα φως διψασμένος, ο απόλυτος
ξέρει πού είναι ταγμένος.
Μόνον αυτός ξέρει προς τα πού θα βαδίσει
για να φωτίσει με το αίμα του το μαύρο στερέωμα.
Κι έτσι, σφαγμένος, κρεουργημένος, γυρίζει πίσω στο ποίημα.
Πηγή: Ο φόβος του ακροβάτη, Νεφέλη 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου