Ας μην αφήνουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο:
εκεί θ’ αρχίσει των εργαλείων η ανάρρωση.
Χρειάζεται η πρόοδος: είναι κι αυτή μια νοσταλγία.
Τούτος ο Δρόμος ο Εντατικός
πότε απλώνεται στο άπειρο
πότε γίνεται μικρός
σαν κορδελίτσα...
Θυμάμαι την όραση να μη βλέπει καθόλου.
Χτες τη νύχτα πέντε κύκνοι με τα νυχτικά τους
έτρεχαν ταραγμένοι
στον ύπνο μου κ’ ένας πράσινος
κόκορας δακρυσμένος
άρχισε ξαφνικά να κουτσαίνει.
Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο
για να διασκεδάσω μαζί
με την αιωνιότητα μόνος.
Ο άνθρωπος αναπνέει – σκέφτηκα.
ο άνθρωπος ερωτεύεται!
Βρίζει την καρδιά του, ξύνεται!
Μετέωρα, μοναδικά γεγονότα.
Ένας γάιδαρος έχωνε τη μουσούδα του
σε στυγνή λάμψη και κατόπιν
άρπαξε μια πέτρα στο στόμα
σφίγγοντάς την ωσότου έσπασαν τα δόντια του.
Τριγύρω έπεφταν οι καρποί και σωριάζονταν
ακέφαλα τα σώματα τεράστιων σκύλων.
Ο θάνατος έκοβε στα δύο το νερό
και το ξανάκοβε
καθώς έλαμπε το σκαρφάλωμα στα όρη.
Άνθη από φλόγες
τα ’βλεπα να ποτίζονται.
Πόσους αιώνες θαυμαστούς
έχουμε σ’ ένα εικοσιτετράωρο;
Σταλαγματιές ακούγονταν στα δέντρα –
θα ’χε βρέξει.
Πώς έγινε της χελιδόνας
η μεταλλική στίλβη;
Κολαζόμουν από ευτυχία
στην οικουμένη του ύπνου.
Οι γάτες έστεκαν ορμητικές.
Έτρεχε ο ιδρώτας.
Πενθήματα, 1969
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου