Τα κύματα χτυπάνε τα μουράγια ̇
σ’ ένα χωράφι χέρσο αφημένο
δέρνει η βροχή ένα ρημαγμένο τρένο ̇
φυγόδικοι μες σε σπηλιές και βράχια.
Πέπλοι νυχτιάτικοι αλλοπαρμένοι ̇
αυτός απ’ το Δημόσιο Ταμείο
τους οφειλέτες πάει στο πειθαρχείο,
σε οχετούς επαρχιών κρυμμένοι.
Τελετουργικές μαγείες με ζήλο
τις πόρνες του ναού για ύπνο στέλνουν ̇
όλοι οι γραφιάδες και οι λόγιοι θέλουν
ένα φανταστικό δικό τους φίλο.
Στοχαστικός ο Κάτων την αρχαία
πειθαρχία μπορεί να εγκωμιάζει,
μα ο στιβαρός ο ναύτης στασιάζει
για το ψωμί και για τα αναγκαία.
Του Καίσαρα ζεστό διπλό κρεβάτι
καθώς στο ροζ διπλότυπο κοιτάω:
«ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΩ»
που ’γραψε ο υπάλληλος για να πει κάτι.
Δίχως υπάρχοντα και δίχως λύπη,
μικρά πουλιά με κόκινα ποδάρια,
απ’ της φωλιάς τ’ αυγά και τα χορτάρια
βλέπουν την πόλη άρρωστη απ’ τη γρίπη.
Πολύ μακριά αποδώ σε άλλα μέρη
κοπάδια τάρανδοι στην ησυχία
σε κάμπους σπαρμένους με χρυσά βρύα
μίλια και μίλια τρέχουν σαν αγέρι.
1947
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου