Tο κέρδος είναι πιο ζημιογόνο,
Τη λύπη φέρνει η χαρά,
Γελάμε μόνο απ’ τον πόνο,
Κι ο σπάταλος γνωρίζει την αξία του παρά.
Γυναίκες ονειρεύονται να γίνονται γριούλες,
Πολιτικοί ποτέ δε λένε: θα…
Οι άνδρες κυνηγάνε ασχιμούλες,
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.
Η πίστη υποθέτει την απάτη,
Το ινάτι βάζει μάτι,
Ο αθυρόστομος γλυκομιλάει,
Κι εκείνος που κοιμάται μας φιλάει.
Ο βλάκας της αλήθειες μας δίνει,
Και η τεμπελιά τα αγαθά,
Ο πόλεμος μας φέρνει τη γαλήνη.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.
Για τον σοφό επικρατεί η φήμη η κακή,
Πιο γρήγορος απ’ όλους ο κουτσός,
Μόνο οι κακούργοι μπαίνουν στη φυλακή,
Κλώσει τον πατέρα του ο νεοσσός.
Η απελπισία έχει μήνυμα ελπιδοφόρο.
Ο κάμπος πιο ψηλός απ’ τα βουνά,
Τη θάλασσα διαβαίνουμε από τον πόρο.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.
Ο ποιητής αλήθειες ανάποδες πετάει:
Μόνο ο δίκαιος στα δικαστήρια νικάει,
Μόνο ο τίμιος σ’ αυτή τη ζωή γλεντάει,
Ο γάιδαρος καλύτερα απ’ όλους τραγουδάει.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.
***
Πεθαίνω απ’ τη δίψα παν’ απ’ το ρυάκι.
Ανάκτορό μου ένα καλυβάκι.
Απ’ τη χαρά μου κλαίω και γελάω λυπημένα.
Πατρίδα μου αγαπημένη ειν’ τα ξένα.
Ξέρω τα πάντα, τίποτα δεν ξέρω.
Από τον Λάζαρο αρπάζω και στον Κροίσο φέρω.
Τον έντιμο παιδεύω, τον πονηρό παινεύω.
Αμφισβητώ το φανερό και το απίθανο πιστεύω.
Σαν σκουλήκι γυμνός, νιώθω ντυμένος σαν γαμπρός.
Γλέντι – γυρίζω πλάτη, βλέπω οδύνη – μπρος.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
Πολέμιοι αγκαλιάζουν, οι φίλοι στριμώχνουν.
Μαζεύω άχρηστα, το χρήμα σπαταλώ.
Με άμυαλο συμφωνώ, με φωστήρα αντιμιλώ.
Είμαι ζητιάνος, μα ξιπάζομαι με πλούτη.
Θα γεννηθώ στον ουρανό, ενταφιάστηκα σε γη τούτη.
Μέσα στην παγωνιά και γύρο μου λουλούδια.
Ο κόσμος οδύρεται, εγώ πιάνω τραγούδια.
Ο Άδεις πιο χαρούμενος για μένα από την Εδέμ.
Δίπλα στην φωτιά, κρυώνω σαν είναι κατ’ απ’ το μηδέν.
Την καρδιά μου θερμαίνει ο πάγος.
Η τάξη με αναστατώνει και ηρεμεί το χάος.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
Δεν βλέπω αυτόν που πέρασε μπροστά μου,
Αλλά του ουρανού τα άστρα καθαρά διακρίνω.
Από τον σκέψεων το βάρος τρίζουν τα οστά μου.
Το αλκοόλ – χυμό, απ’ το νερό μεθάω όταν πίνω.
Πάνω στη γη με προσοχή πατάω,
Και προτιμώ μες στην πυκνή ομίχλη να πετάω.
Γνωρίζω πως το μέλι απ’ την άψινθο πιο πικρό
Ζω σώμα σφριγηλό με πνεύμα νεκρό.
Καταδικάζω την αλήθεια, το ψέμα αθωώνω.
Γιατρεύω τους γερούς, τους άρρωστους πληγώνω.
Δεν ξέρω πιο μακρύτερο: η ώρα ή το έτος;
Γεννήθηκα στο μέλλον, θα πεθαίνω φέτος.
Το πέλαγος ή το ρυάκι διαβαίνουν απ’ τον πόρο;
Ο λύκος ή ο άνθρωπος, ζώο πιο αιμοβόρο;
Η απελπισία, μου ελπίδες δίνει,
Κι ο διάβολος υπόσχεται ειρήνη.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
(François Villon, 1431 - εξαφανίστηκε το 1463)
μεταφραστή: Γιώργος Σοϊλεμεζίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου