Όταν ανοίγαν τα σχολεία, ετοίμαζα αποβραδίς την τσάντα, τα ρούχα, τα παπούτσια. Αν μάλιστα ήταν αθλητικά, τ’ άφηνα στο δωμάτιο, δίπλα στο κρεβάτι. Όλη νύχτα μύριζε η δερματίνη, κι εγώ ονειρευόμουν ότι έπαιζα μπάλα με τους φίλους στην αυλή του σχολείου. Είχε τότε το σχολείο εξήντα μαθητές, άνετα βγάζαμε δύο ενδεκάδες. Στην εποχή του πατέρα μου ήταν εκατόν δέκα, είχαν ακόμη και αναπληρωματικούς. Όταν πήγαν οι κόρες μου, έφταναν με το ζόρι τούς είκοσι, ούτε για μονότερμα δεν έκαναν. Τρία χρόνια τώρα που ’κλεισε το δημοτικό, κάτι τελευταίοι μαθητές πήγανε στο διπλανό χωριό. Ερήμωσε η αυλή, σκούριασαν τα μονόζυγα που ’χαμε για τέρμα, σάπισαν τα παγκάκια. Αν μου ζητούσαν να περιγράψω τα άδεια σχολεία της επαρχίας θα ’λεγα, ξεκινώντας απ’ το δικό μας, ότι ολημερίς ηχούν σιωπές, αποβραδίς μυρίζουν δερματίνη και ολονυχτίς παίζουνε μονάχα τους μπακότερμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου