Τὴ νύχτα ποὺ παράδερνες μ᾿ ἕνα δαυλὶ στὸ χέρι
κ᾿ ἐσπιθοβόλεις κεραυνοὺς κ᾿ ἔφεγγες σὰν ἀστέρι,
ὅταν φτωχός, ἀγνώριστος, μικρός, χωρὶς πατρίδα
τὴ ματωμένη ἐπλεύρωσες, Κανάρη ναυαρχίδα,
ἂν ὅταν ἀνεπήδησες μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ στύλου
μέσα στὴ μαύρη τὴ σπηλιὰ τοῦ Καραλῆ τοῦ σκύλου,
κανένας μάντις σὤλεγε ὅτι θὰ νἄλθῃ ὥρα
νὰ ἰδῇς, Κανάρη, ἐλεύθερη τὴ δύστυχη τὴ χώρα,
πὤρρευ᾿ ἑτοιμοθάνατη, - ὅτ᾿ ἤθελες φωτίσει
μ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀστροπελέκι σου Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
ὅτι θὰ γένῃς ζωντανὴ τοῦ Γένους σου σημαία,
ὅτι θὰ πᾶς μακρὰ μακρὰ νὰ φέρῃς βασιλέα,
καὶ χίλια δαφνοστέφανα ὁ κόσμος θὰ νὰ βάλῃ,
Κανάρη, στ᾿ ἀπροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
ὅτι πρὶν πέσῃς κατὰ γῆς θὰ σοῦ δοθῇ κ᾿ ἡ χάρη
νὰ ἰδῇς νὰ λάμψῃ ἀνέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
ὅπου ἐβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
ὅτ᾿ ἕνα Γένος σύψυχο τοῦ λάκκου σου τὸν ᾅδη
θὰ ἐδρόσιζε μὲ κλάμματα, ὁποὺ θὰ ν᾿ ἀνάβρανε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια του κι᾿ ἀθάνατα θὰ νἆναι,
ὅτι θὰ σκύψῃ ξέσκεπος ἐμπρὸς στὰ λείψανά σου,
νὰ σὲ φιλήσῃ ἐγκαρδιακά. Κανάρη, ὁ Βασιλιάς σου,
ἂν ἕνας μάντις τἄλεγε, ποιός, ἤθε᾿ τὸν πιστέψῃ;
Μόνος ἐσύ, ποὺ γνώριζες ὅτ᾿ εἴχανε φυτέψει
βαθειά, βαθειὰ στὰ σπλάγχνα σου τὰ χέρια τοῦ θεοῦ σου
βοτάνι παντοδύναμο, τροφὴ τοῦ κεραυνοῦ σου,
τὴν πίστη τὴν ἀκλόνητη στοῦ ἔθνους του τὴν τύχη...
Αὐτή, Κανάρη, πὤβαψε τὸν σιδερένιον πῆχυ
κι᾿ ἔδωσε στὸ καράβι σου χίλια φτερὰ νὰ τρέχῃ
σήμερα ποιὸς τὴν ἔχει;...
Ἄχ! δὲν τὸ πίστευα ποτέ!... Πέρυσι σ᾿ εἶδ᾿ ἀκόμα
συγνεφιασμένον, κάτασπρον στὸ φτωχικό σου στρῶμα,
σὰν κοιμισμένη θάλασσα σὲ ταπεινὸ ἀκρογιάλι
ὅπ᾿ ὀνειρεύεται κρυφὰ καμμιὰν ἀνεμοζάλη
γιὰ νὰ μουγκρίσῃ φοβερά..., καὶ σήμερα κουφάρι!...
Ἔγυρα τότε ἐφίλησα τ᾿ ἀνδρεῖα σου, Κανάρη,
τὰ λιοκαμμένα δάχτυλα κ᾿ ἔνιωσα κάθε ρώγα,
πὤβραζε μέσα κ᾿ ἔλαμπε μὲ τὴν παληά σου φλόγα.
Ἔτρεμα ἐμπρός σου, ἐδάκρυζα, μὤδωκες τὴν εὐχή σου,
μοῦ τίμησες τὸ μέτωπο μ᾿ ἕνα θερμὸ φιλί σου
καὶ μοὖπες, λιονταρόκαρδε. - «Μὴν κλαῖς, δὲ θὰ πεθάνω,
πρὶν ξανανειώσω μιὰ φορὰ καὶ πρὶν νὰ ξεθυμάνω».
Κι᾿ ἀπέθανες! κ᾿ ἐσβύστηκες!... Τὰ ριζιμιά, οἱ βράχοι
δὲν σκιάζονται γεράματα καὶ στοῦ βουνοῦ τὴ ράχη
ὁλόρθο μένει, ἀκλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
καὶ μάχεται μὲ τὰ στοιχειά... Καὶ σὺ καὶ σύ, Κανάρη,
ποὖλθες στὴ γῆ θεόχτιστος κι᾿ ὀπ᾿ ὅταν ἐθωροῦσε
τὸ χιόνι στὸ κεφάλι σου κανεὶς π᾿ ἀσπροβολοῦσε,
ἐπίστευεν ὅτ᾿ ἔβλεπε τὸν Ὄλυμπο ἐμπροστά του
μὲ τὴν ἀθανασία του, μὲ τὴν παλληκαριά του,
ἐσὺ σωριάζεσαι μὲ μιᾶς;... Μέσα στὰ χώματά σου
θὰ καταπιάσῃ ἡφαίστειο ἢ θὰ σβηστῇ ἡ φωτιά σου;...
Κατάρ᾿ ἀκατανόητη, ἄσπλαγχνη, μαύρη μοίρα
νἆν᾿ οἱ νεκροί μας ἄφθαρτοι, νἆν᾿ ἡ ζωή μας στείρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου