Σκεφτότανε τ’ αθάνατον Εικοσιένα
και την πικρή σκλαβιά μέσα στη νύχτα.
Είχε μια λύπη στην ψυχή, που αυτός ωρίμαζε,
χώρια και μόνος, στη σκιά της Λευτεριάς.
Κι έλεε: «Πότε βγάνω το κεφάλι
από τ’ άνομα κέρδη του πλησίον;»
Και δεν έπαιρνε απόκριση. Ήξερε δα
πως ένας φτάνει και συχνά περσεύει.
Γι’ αυτό καθότανε την άγρια, κοφτερή
να πελεκάη ελευτερία.
Αυτή και μόνη του ’δινε κουράγιο
να βυθοσκοπηθή αργά προς τα μεσάνυχτα
και να γλυκοκοιμάται «υπέρ την νύκτα».
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Το Εικοσιένα στην Κύπρο,
Το αγγείο με τα σχήματα, Λευκωσία, 1973
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου