Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Γιάννης Ρίτσος - Ποιήματα


 


ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ


 


Θολά τ’ αστέρια μες στη στέρνα,


η στέρνα μες στη μέση της παλιάς αυλής,


σαν τον καθρέφτη της κλεισμένης κάμαρας.


 


Γύρω στη στέρνα κάθονται τα περιστέρια,


άκρη άκρη στο φεγγάρι οι ασβεστωμένες γλάστρες,


γύρω γύρω στην πληγή μας τα τραγούδια μας.


(ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, 1938-1941)


 


 


ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ


 


Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να ’ναι κι από αίμα


–όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα –


μπορεί να ’ναι κι απ’ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.


 


Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν


κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα


είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.


 


Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά


και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα


και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών


και τις μητέρας να χαμογελάνε στα παράθυρα


για να βρεις λίγο χώρο ν’ απλώσεις τα πόδια σου.


 


Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,


γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα


το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα


όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος – βρίσκουμε τη φλέβα


που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε.


(απόσπασμα, ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ, 1949)


 


ΣΤΙΧΟΣ


 


Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή.


(ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ, σειρά πρώτη, 1957-1963)


 


ΠΡΩΤΗ ΗΔΟΝΗ


 


Περήφανα βουνά, Καλλίδρομον, Οίτη, Όρθρυς,


κυρίαρχα βράχια, αμπέλια, στάχυα κι ελαιώνες ˙


εδώ έχουν στήσει λατομεία, η θάλασσα τραβήχτηκε ˙


δυνατό μύρο ηλιοκαμένων σκίνων


και το ρετσίνι στάζοντας θρόμβους. Μεγάλο,


κατερχόμενο βράδυ. Εκεί, στην όχθη, ο Αχιλλέας,


ούτε έφηβος σχεδόν ακόμη, δένοντας τα σανδάλια του,


ένιωσε εκείνη την ξέχωρη ηδονή, καθώς κράτησε


μέσα στη φούχτα του τη φτέρνα του. Για λίγο αφαιρέθηκε


κι έμεινε να κοιτάζει τις ανταύγειες των νερών. Ύστερα


μπήκε στο σιδεράδικο και παράγγειλε την ασπίδα του, –


ήξερε τώρα επακριβώς το σχήμα, τις σκηνές, το μέγεθος.


(ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ, σειρά δεύτερη, 1964-1965)


 


ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ


 


ΙΙ


Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους


τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους


την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει


σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –


 


Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα


σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή


καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.


Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι


κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο


και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο


που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ’ τη στέρηση


μα από την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους


είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.


(ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ, 1958)


 


ΑΥΤΟ, ΝΑΙ


 


Ήσυχη θάλασσα. Η σκιά του ψαριού


πέρασε πάνω απ’ τ’ άλλο ψάρι. Μεσημέρι.


Εκείνο που είδες, εκείνο που μίλησες,


εκείνο που δε μίλησες, αυτό που κατόρθωσες


μες στο βαθύ, στο διάφανο ακατόρθωτο.


(Ο ΤΟΙΧΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, 1967-1968)


 


ΝΥΧΤΑ


 


Ψηλός ευκάλυπτος μ’ ένα φαρδύ φεγγάρι.


Ένα άστρο τρέμει στο νερό.


Ουρανός άσπρος, ασημένιος.


Πέτρες, γδαρμένες πέτρες ώς επάνω.


Ακούστηκε πλάι στα ρηχά


δεύτερο, τρίτο πήδημα ψαριού.


Εκστατική, μεγάλη ορφάνια – ελευθερία.


(ΠΕΤΡΕΣ, 1968)


 


ΚΟΥΒΕΝΤΑ Μ’ ΕΝΑ ΛΟΥΟΥΔΙ


 


– Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σχισμάδα,


πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;


– Μέσα στο βράχο σύναζα το γαίμα στάλα στάλα,


μαντίλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα.


 


ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ


 


Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, – εκεί που πάει να σκύψει


με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,


 


Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει


και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.


(ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ, 1968-1970)


 


ΥΑΛΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΤΡΟΥ


 


Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας απ’ τις μυρωδιές των μύρτων


κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας


μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι


σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,


πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,


δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος


ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια


απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις –ψιθύρισε– εκείνο


που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.


(ΓΡΑΦΗ ΤΥΦΛΟΥ, 1972-1973)


 


ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ


 


Κάθετος βράχος, – όλη μέρα να πίνει το λιοπύρι,


να το κρατάει στα σπλάχνα του κατάντικρυ στο πέλαγο,


κι εσύ με την πλάτη ακουμπισμένη στο βράχο, με το στήθος


ολάνοιχτο στη θάλασσα, – μισός φωτιά, μισός δροσιά,


κομμένος εγκάρσια, διπλός, σ’ έναν αγώνα μόνο


να σμίξεις το νερό με την πέτρα.


Στα μαλλιά σου κιόλας


η φτέρη φυτρωμένη, καμένη απ’ τον ήλιο. Ένα πουλί


στάθηκε εκεί – κάτι είπε διφορούμενο. Στις θηλές σου


το μέγα δροσερό χέρι της θάλασσας. Α, ηδονή


του δύο και του ένα, ανεπαρκής αυτάρκεια. Στις τσουκνίδες


βρήκα την παιδική σφεντόνα και το κουπί του αργοναύτη.


 


Κι ύστερα η νύχτα, η πιο μεγάλη, αγιασμένη απ’ τ’ άστρα.


(ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ, 1974-1976)


 


 


ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ


 


Γήινο βάθος σκοτεινό ώς το τέλος. Ένα μόνο


παράθυρο αναμμένο – ένα μεγάλο


κλεμμένο πράσινο διαμάντι. Ο ουρανός


ολόλευκος, ολόγυμνος. Ω, μυστικό ξημέρωμα –είπε–


δέρμα λευκό κατάστικτο με κόκκινους πόρους ˙όνειρο,


όνειρο επουλωμένο, η ουλή σου πιο λευκή στον κρόταφό μας.


(ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ, 1975)


 


ΤΟ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΑΝΩΝΥΜΟ


 


Τα πράγματα –είπε– γνωρίζονται βαθύτερα απ’ τη στάση τους


παρά απ’ τ’ όνομά τους ˙έτσι μπορούν να διατηρήσουν


ταυτόχρονα τη σημασία τους και την ύλη τους, μέσα


στον ορισμένο χώρο τους κι έξω απ’ το χώρο,


μέσα στον πάγιο φωτισμό τους και στην ώρα τους, όπως


ετούτο το τραπέζι π.χ. όπου η αμίλητη γυναίκα


ακούμπησε μαλακά τους αγκώνες της κρύβοντας


το πρόσωπό της στα χέρια της, χωρίς δαχτυλίδια,


για να περάσει ωραία, ανώνυμη μέσα στο ποίημα.


(ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ, 1976)


 


ΜΙΚΡΟΠΡΑΓΜΑΤΑ


 


Τσατσάρες, ζώνες, ξυραφάκια –


αχ, μικροπωλητή μου, πού να ’ξερες


μ’ αυτή σου τη φτωχή πραμάτεια


πόσα μπαλκόνια μού ανοίχτηκαν


κατάντικρυ στη θάλασσα,


πόσα δάση μού χάρισαν τον ίσκιο τους,


πόσα αγάλματα μ’ ερωτεύτηκαν


κι αυτό το μικρό σαλιγκάρι


με δυο κεραίες από ζελατίνα


σεργιανάει ευτυχισμένο σ’ ένα φύλλο


κι ονειρεύεται μαζί μου.


(ΑΡΓΑ, ΠΟΛΎ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ, 1988)


Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%cf%80%ce%bf%ce%af%ce%b7%cf%83%ce%b7-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%ae-%cf%87%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%b9%ce%ac-%cf%81%ce%af%cf%84%cf%83%ce%bf%cf%82-%ce%bc%ce%ad%cf%83%ce%ba/


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου