Ανταύγειες
Σαν άνεμος βουίζει καθώς τρέχει ο χρόνος
Και τα μαλλιά σου κυματίζουν και τυφλώνουν.
Κάποια παράσταση θα παίζεται εκεί ψηλά.
Με μάσκες και κύμβαλα ουρανομήκη
Μιλάνε οι θεοί που παρασταίνουνε σφαγές
Σε φωταψίες σκοτεινού φωτός.
Τη μουσική τους δεν μπορείς να την ακούσεις
Όμως κάποιες ανταύγειες την ώρα του έρωτα
Στο όνειρο
Σαν ξεψυχάς
Ή όταν φτιάχνεις είδωλα με το χρωστήρα
Μπορείς να δεις.
Μια μυρωδιά την ώρα που βραδιάζει
Ή άγγιγμα απατηλό στον ώμο
Η αλλαγή της θάλασσας καθώς αποτραβιέται
Από τα μάτια η σκόνη της ερήμου
Του άλλου οι σταλαγματιές μες στο δικό σου δάκρυ.
Όλα θυμίζουν το αόρατο μιας θαλπωρής
Που κάποτε ξεσπά και μας τυφλώνει.
~
Το όνειρο, Οι Τριστάνοι
Είδα
Καθώς ξημέρωνε τους δυο τους να παλεύουν
Μα ήμουν σίγουρος πως ήταν πεθαμένοι.
Τα σώματά τους ίδρωναν απ’ την προσπάθεια
Γιατί δεν ήξεραν Πώς να νικήσουν.
Γλιστρούσε ο ήλιος στάζοντας βλέννες.
Το πλήθος κραύγαζε.
Νίκη στο Στέφανο!
Νίκη στο Στέφανο!
Νίκη στον ξανθομάλλη!
Εγώ πετούσα και τους έβλεπα από ψηλά.
Τα δάχτυλά τους στρεβλωμένα κι οι σάρκες
Ιδρωμένες. Μύριζαν αρσενικό.
Εύκαμπτες μάζες που τεντώνονταν
Μέσα στον άνεμο και στόματα νωπά.
Το ένα μέτωπο πάνω απ’ τ’ άλλο- άλλοτε κολλητά
Σκόνη σηκώθηκε λευκή
Είδα τα ούλα τους, τα δόντια που κροτάλιζαν
Νίκη σ’ αυτόν με την ελιά!
Ο Στέφανος καρφώθηκε βαριανασαίνοντας ˙
Φωτίστηκε.
Η μέση του ρουφήχτηκε κι έφτυσε φως.
Μάτια διαμπερή, ηλεκτρικά
Μαύρα σταφύλια, αρπιστές
Και γυάλινοι τραγουδιστές
Αχ Στέφανε!
Αχ Στέφανε!
Το ένα χέρι στη μασχάλη
Το άλλο σαν φτερούγα
Ή σαν πουλί ˙
Τον φίλησε στο στόμα. Τα δυο αγάλματα έμειναν μόνα τους
Στην Πλατεία
Ερημιά.
~
Θα επιστρέψω φωτεινός
Φόρεσα κατάσαρκα τη θάλασσα
Ώσπου ήρθε το Μέγα Μάτι
Πίσω από τις κουρτίνες
Και το μυαλό διάφανο σαν ζελατίνα
Φρέσκα τα μάγουλα του Έρωτα
Με πλοίο φάντασμα
Κάναμε το γύρο του νησιού
Θρηνώντας για το ναυάγιο.
Ο Ορφέας έμεινε στο ποτάμι
Να τραγουδάει ανένδοτος μέσα στη νύχτα.
Γύψινα τα μαλλιά του
Τα χείλη του γλυκά σαν μούρα
Κι από τη μια τρύπα στο κεφάλι
Να τρέχει μαύρο αίμα.
Θα επιστρέψω φωτεινός, 2000 (Περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 48)
~
Μετά τη δύση
Ο θάνατος σιγοσφυρίζει μες στη λύπη μου
Στα μέλη μου απλώνεται σαν μελανιά
Σκουλήκι που σκαρφαλώνει στην
Καρδιά μου.
Το μακρινό τοπίο βούλιαξε στην ομίχλη
Κρύφτηκαν τα παγώνια
Παγωνιά.
Τον άντεξα χρόνια πολλά
Σε θάλασσες με χρώματα ασταθή
Σαν την ηχώ της ερημιάς
Σαν την ελπίδα που αργοκαίει.
Πατούσε στις μύτες των ποδιών
Λέγοντας προσευχές και μαγικά
Η μάνα μου που πήγαινε ξοπίσω του.
Οι έρωτες των εύκρατων μηνών
Χώμα στο άδειο στρώμα μου
Ρίζες πολύσαρκες ανάμεσα
Στις πέτρες της ψυχής.
’ριες αλληλούια αγγέλων
Κάτω από θόλους διάφανους
Ένας φαλλός σαν από λίμνη αίματος.
Τα σύννεφα μπαινόβγαιναν στην κάμαρα
Οι μνήμες ξαπλωμένες
Κι ανάσκελα μετρούσα τις πληγές
94 82 82 77 76 75 73 68
Τίποτα στη στεριά.
Να τραβηχτούν τα κύματα περίμενα
Να σκύψω να κοιτάξω
Τον κάμπο με τα όνειρα
’σπρα κελύφη, όστρακα
Κούρους, χελώνες, απολιθώματα φιλιών
Μέδουσες και μουσικά κουτιά.
Θαρρώ πως μόνο έτσι:
Το φως με λάσπη πλάθοντας
Τη δύση ανάστροφα θωρώντας
Βάζοντας το κορμί μου
Ενέχυρο στον ουρανό
Θ’ αποστηθίσω το λίγο που απόμεινε.
Κι όταν τα πόδια μας γυμνά
Στη μαύρη θάλασσα θα μπουν
Θα μας ρωτήσουν: Πέστε μας, αγαπήσατε;
Κι εμείς θλιμμένοι όσο ποτέ
Με το κεφάλι μας σκυφτό
Με μάγουλα να καίνε
Θα ψιθυρίσουμε
Ω ναι, πολύ, πολύ!
Όλο θυμάμαι
Πέρσι θυμάμαι
Πριν δέκα χρόνια δώδεκα
Ψηλή φιγούρα στη βροχή
Το λόφο θυμάμαι και το τρένο
Την πλάτη που γυάλιζε στο φως
Τα καστανά μαλλιά στο πάρκο
Τη νύχτα της γιορτής
Την ευωδιά της σκοτεινής μασχάλης
Τις λέξεις θρύψαλα στ’ αυτί
Τα κρίνα μες στην παγωνιά
Το πρώτο χιόνι
Το εκατοστό φιλί
Όλο θυμάμαι
Τίποτα δεν θυμάμαι.
Σαν από ύπνο αναδύεσαι
Με πλατύφυλλη αγκαλιά
Και η μορφή σου δυσανάγνωστη.
Ρόδινα σάλια με μολύβια αναμνήσεων
Σπέρματα σπασμοί σε φόντο χάλκινο
Σφαδάζεις από φως. Βραδιάζει.
Ρυάκι, ρυάκι, ρυάκι
Θα τρέξει το νερό
Θα ‘ρθει ο Χρόνος
Θα φτάσουμε στο πέλαγος
Και με τ’ αδέρφια μας
Τις πεταλούδες, τις γαζέλες και τους Κένταυρους
Τις σαύρες, τους αϊτούς, τις βιολέτες
Θα γίνουμε σταγόνες δίχως μνήμη.
Μα λίγο πριν
Γυμνοί πίσω από τον τοίχο θα σταθούμε
Κι όταν θα μας ρωτήσουν
Αγαπήσατε;
Εμείς θλιμμένοι όσο ποτέ
Γέρνοντας το κεφάλι
Θα πούμε ναι
Πολύ
Πολύ!
~
Όταν εκείνη
Όταν εκείνη ήρθε στον ύπνο μου
Το μαξιλάρι ήταν μούσκεμα
Και το μισό μου πρόσωπο
Σε αποσύνθεση κάτω από το δυνατό
Φως του πορτατίφ.
Το σώμα της με σκέπασε ολόκληρο
Κι έτσι εισχώρησε βαθύ σκοτάδι
Στο μυαλό μου, ένα τραύμα
Διαμπερές που ξερνάει ακρίδες.
~
Κλινική Ησυχία
Αυτές οι μέρες που θα ‘ρθουν
Θα ‘ναι ακίνητες
Σαν παράλυτες
Μέσα σ’ ένα καροτσάκι∙
Θα ‘χουν κέρινα χέρια
Μάτια από πλαστικό∙
Μιά καρδιά να χτυπάει
Με τονωτικά.
~
Κομμαγηνή, Όμιλος φίλων θαλάσσης
.
…Να δίνεις το πρόσωπό σου στη φωτιά
Ν’ αγκαλιάζεις τους αγγέλους που
Πέφτουν απ’ την οροφή που υποχώρησε
Να πιπιλίζεις τα όνειρα
Να φιλάς τα μάρμαρα, τα μαχαίρια
Στην άκρη του σχοινιού
Πριν πέσεις στο κενό
Να φωνάζεις φωνές ανομολόγητες.
Ν’ απλώνεις το μάγουλό σου στον Ιούδα που
Έφτασε με το τραίνο απ’ την Κομμαγηνή
Ψιθυρίζοντας είναι ώρα
Είναι ώρα
Μην καθυστερείς.
~
Το ποίημα της Πλυτώς
Σιωπή είναι ένας πόνος που αρχίζει
Από το στήθος
σαν μοναξιά.
Το μεσημέρι κιτρινίζει
Ρημάζει το δέρμα μου
Μπαίνει μες στο μυαλό.
Σκόνη σηκώνεται, τα τζάμια στάζουν
Η προσπάθεια αιμορραγεί.
Στηρίξου πάνω μου – είπα στον καθρέφτη.
Θα σε κρατήσω.
Πηγή: https://elculture.gr/alexandros-isaris-siopi-einai-enas-ponos-pou-archizei-apo-to-stithos-san-monaxia/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου