Πήρε το καλαθάκι της και τράβηξε στις λάσπες
βουτωντας τα χέρια κι ανασυροντας κάτι εδώ κι εκεί
Στεκόμασταν κι εμείς στην ακρη της λάσπης συζητώντας
ψάχνοντας πού και πού μπροστά μας
δίχως ζήλο
Όσο που σήκωσα τα μάτια και την είδα
σεμνή φιγούρα στα χρώματα του δειλινού που υποχωρούσε
Τότε έλαμψε πόσο πάθος είχε για τη δουλειά της
πόση αγάπη
Πότε προχώρησε;
Πότε όλα της έγιναν απόμακρα
η παρέα, τα απομεινάρια της χτεσινής γιορτής;
Ξεχώρισε από όλους μας-ερασιτέχνες
Το πάθος της δουλειάς της
την έφερε ώς τη γάμπα στα νερά
χωριό πλημμυρισμένο να ανασκάπτει
22.12.97
Από ΤΑ ΦΥΤΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, εκδ. ΑΓΡΑ 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου