Δύο άλογα λυρικά, δύο άλογα στυτικά και μέσα στις ψυχές των πλαστικά, δύο άλογα ολοζώντανα και ωστόσο σαν αγαλματένια, δύο άλογα με χαίτες μακριές και με ακόμη πιο μακριές και φουντωτές ουρές – το ένα λευκό (δεξιά) και το άλλο μαύρο (αριστερά) – στέκουν γεμίζοντας το πρώτο πλάνο (το σκούρο, με τα τέσσερα πόδια του στυλωμένα στο έδαφος, και το άσπρο, με το ένα μπροστινό του πόδι σηκωμένο στον αέρα) μπροστά σε μια θάλασσα προκλητική και επίμονη, που σχεδόν εγγίζει, σχεδόν γλείφει τις οπλές των. Τα δύο άλογα φαίνονται ξαφνιασμένα και μοιάζουν σαν να είχαν μαρμαρώσει ξαφνικά, πριν σβήση, πριν ανακοπή, η κατ’ ανάγκην συγκρατημένη τώρα, μα ωστόσο παρούσα πάντοτε, ορμή των.
Στο βάθος, πίσω από μιαν έκτασι πεδινή και ίσως τελματώδη, υψώνεται ένας λόφος με κτίσματα αρχαϊκά. Ποιος ξέρει; Ίσως να έφυγαν τα δύο άλογα εθελουσίως από τα κτίσματα του λόφου. Ίσως να έφυγαν διωγμένα από τους απαισίους κατοίκους, που δεν κατάλαβαν ποτέ μήτε τους πόθους των, μήτε την ομορφιά των. Έτσι που στέκουν τώρα εκεί, μοιάζουν να έχουν σταματήσει εμπρός σε απροσπέλαστο φραγμό, στον φραγμό που βάζει η θάλασσα μπροστά των, στο φράγμα που τόσο συχνά θέτει η πραγματικότητα σε πόθους παμμεγίστους, που όσο πιο ανικανοποίητοι μένουν, αλλά τόσο γεννούν, τρέφουν και διατηρούν ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου μέλλοντος, την νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκημένο δημιουργεί, την νοσταλγία που βλέπουμε τόσο συχνά στα μάτια μιας ρεμβαζούσης γυναικός, ή μιας ονειροπόλου κόρης, όταν ο ίμερος φουσκώνει τα μεστά, και τα ελαφρά ή τα βαριά και τα μπουμπούκια ακόμη στήθη.
Έτσι και οι δύο πώλοι, καίτοι ξαφνιασμένοι στο αθέλητο σταμάτημά των εμπρός στη θάλασσα, έχουν και οι δύο μιαν νοσταλγίαν φανερή στην εκφρασί των, ανάλογα μεγάλη με την μεγάλη δυσκολία που δημιουργεί μπροστά των ο γιαλός, η τάφρος, η αδιάβατη σε αυτούς, που είναι όλο στύσις, όλο σκίρτημα και ώσις, σε αυτούς που θάθελαν (ω, πώς!) να τρέξουν, να πετάξουν, να οχεύσουν, σε αυτούς τους δύο αγγέλους, που η μοίρα εναντιωμένη, ή ένας ζηλότυπος θεός θέλησε να τους παρεμποδίση να ολοκληρώσουν εν ευτυχία την ζωήν των.
Έτσι λοιπόν τ’ άλογα αυτά, τα στυτικά, τα αφαντάστως πλαστικά, είναι και θα μείνουν πάντοτε άλογα, ίπποι, άγγελοι, πώλοι επιβήτορες νοσταλγικοί και ονειροπαρμένοι. Και τώρα, ό,τι και αν γίνη δεν θα επιστρέψουν πια ποτέ στα κτίσματα του λόφου. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού δεν είναι δυνατόν να πάνε πίσω, να ζήσουν με τους κακούς, με τους κουτούς, με τους αναίσθητους ανθρώπους. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού η θάλασσα δεν τους αφήνει να πάνε πάρα πέρα, όπως το μαρτυρεί και η κομμένη κεφαλή ενός άλλου αλόγου που κείται κοντά τους, ενός αλόγου που η θάλασσα το εκαρατόμησε, γιατί προσπάθησε να την νικήση.
Θα μείνουν λοιπόν εδώ, εις τους αιώνας, άλογα όρθια, στύσεις ολόσωμες αποκρυσταλλωμένες, στύσεις ατελείωτες, μπροστά στην θάλασσα μαρμαρωμένες, στην θάλασσα, που ενώ την λένε των πάντων δεκτική, δεν θέλει ωστόσο να δεχθή τον οίστρον των, την ρώμην των και τα ζεστό των σπέρμα.Θα μείνουν λοιπόν εδώ, στην έρημη ακρογιαλιά, την μέρα και την νύκτα, και όταν θα καίη το λιοπύρι στις ανέφελες αιθρίες και όταν θα δέρνουν τις ακτές οι τρικυμίες, όρθια πάντοτε, πάντοτε στητά, πάντοτε σφύζοντα και πλήρη πάθους και ό,τι κι αν λεν γι’ αυτά, ό,τι κι αν κάνουν, όρθια πάντοτε και υπερήφανα, οντότητες μαγικές, υπερπραγματικές, αγάλματα ολοζώντανα πόθων ανέσπερων θα μείνουν – άλογα, πώλοι, άγγελοι εις τους αιώνας των αιώνων.
Οκτάνα, 1980
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου